3,274,522
edits
(47c) |
mNo edit summary |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|mltxt=-η, -ο / [[χρυσόστομος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για ρήτ.) αυτός που έχει χρυσό [[στόμα]], που από το [[στόμα]] του βγαίνουν χρυσά [[λόγια]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Χρυσόστομος</i><br />χριστιανικό όνομα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πές τα, χρυσόστομε» — [[προτροπή]] σε κάποιον να συνεχίσει τα δηκτικά του σχόλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκό</i>-<i>στομος</i>]. | |mltxt=-η, -ο / [[χρυσόστομος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για ρήτ.) αυτός που έχει χρυσό [[στόμα]], που από το [[στόμα]] του βγαίνουν χρυσά [[λόγια]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Χρυσόστομος</i><br />χριστιανικό όνομα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πές τα, χρυσόστομε» — [[προτροπή]] σε κάποιον να συνεχίσει τα δηκτικά του σχόλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκό</i>-<i>στομος</i>]. | ||
}} | }} | ||
==French== | |||
[[bouche d'or]], [[Chrysostome]] |