3,274,522
edits
(6_17) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρῡσόστομος''': -ον, ὁ ἔχων [[στόμα]] χρυσοῦν, δηλ. λέγων λόγους [[χρυσοῦς]], παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις Ἕλλησιν ὡς ἐπίθ. ἀγαπητῶν ῥητόρων, [[οἷον]] Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ Δίωνος τοῦ Χρυσοστ. - Ἐπίθετ. χρυσοστομικός, ή, όν, Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Ἐπιστ. 6, κλπ. | |lstext='''χρῡσόστομος''': -ον, ὁ ἔχων [[στόμα]] χρυσοῦν, δηλ. λέγων λόγους [[χρυσοῦς]], παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις Ἕλλησιν ὡς ἐπίθ. ἀγαπητῶν ῥητόρων, [[οἷον]] Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ Δίωνος τοῦ Χρυσοστ. - Ἐπίθετ. χρυσοστομικός, ή, όν, Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Ἐπιστ. 6, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[χρυσόστομος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για ρήτ.) αυτός που έχει χρυσό [[στόμα]], που από το [[στόμα]] του βγαίνουν χρυσά [[λόγια]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Χρυσόστομος</i><br />χριστιανικό όνομα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πές τα, χρυσόστομε» — [[προτροπή]] σε κάποιον να συνεχίσει τα δηκτικά του σχόλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκό</i>-<i>στομος</i>]. | |||
}} | }} |