Anonymous

ἀνειπεῖν: Difference between revisions

From LSJ
m
WoodhouseVerbsReversed replacement
(1a)
m (WoodhouseVerbsReversed replacement)
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνειπεῖν:''' αόρ. βʹ με ενεστ. σε [[αχρηστία]], το [[ἀναγορεύω]] χρησιμ. αντί [[αυτού]]· Παθ. αόρ. αʹ <i>ἀναρρήθην</i> (όπως αν προερχόταν από *[[ἀναρρέω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ανακηρύσσω]], [[αναγγέλλω]], [[προφέρω]] [[δυνατά]], σε Πίνδ., Ξεν.· με αιτ. και απαρ., [[προκηρύσσω]] ότι..., σε Αριστοφ., Θουκ.· στην Αθηναϊκή [[εκκλησία]], ἀνεῖπεν ὁ [[κῆρυξ]], σε Θουκ. κ.λπ. — Παθ., ανακηρύσσομαι, <i>ἀναρρηθέντος τοῦ στεφάνου</i>, όταν ανακηρύχτηκε η [[στέψη]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> επικαλούμαι, [[προσκαλώ]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀνειπεῖν:''' αόρ. βʹ με ενεστ. σε [[αχρηστία]], το [[ἀναγορεύω]] χρησιμ. αντί [[αυτού]]· Παθ. αόρ. αʹ <i>ἀναρρήθην</i> (όπως αν προερχόταν από *[[ἀναρρέω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ανακηρύσσω]], [[αναγγέλλω]], [[προφέρω]] [[δυνατά]], σε Πίνδ., Ξεν.· με αιτ. και απαρ., [[προκηρύσσω]] ότι..., σε Αριστοφ., Θουκ.· στην Αθηναϊκή [[εκκλησία]], ἀνεῖπεν ὁ [[κῆρυξ]], σε Θουκ. κ.λπ. — Παθ., ανακηρύσσομαι, <i>ἀναρρηθέντος τοῦ στεφάνου</i>, όταν ανακηρύχτηκε η [[στέψη]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> επικαλούμαι, [[προσκαλώ]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 13: Line 13:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[aor2 with no pres. in use, [[ἀναγορεύω]] [[being]] used [[instead]].]<br /><b class="num">I.</b> to say [[aloud]], [[announce]], [[proclaim]], Pind., Xen.: —c. acc. et inf. to make [[proclamation]] that . . , Ar., Thuc.:—in the Athen. assemblies, ἀνεῖπεν ὁ [[κῆρυξ]] Thuc., etc.:—Pass. to be proclaimed, ἀναρρηθέντος τοῦ στεφάνου [[when]] the [[crown]] was proclaimed, Dem.<br /><b class="num">II.</b> to [[call]] [[upon]], [[invoke]], Plut.
|mdlsjtxt=[aor2 with no pres. in use, [[ἀναγορεύω]] [[being]] used [[instead]].]<br /><b class="num">I.</b> to say [[aloud]], [[announce]], [[proclaim]], Pind., Xen.: —c. acc. et inf. to make [[proclamation]] that . . , Ar., Thuc.:—in the Athen. assemblies, ἀνεῖπεν ὁ [[κῆρυξ]] Thuc., etc.:—Pass. to be proclaimed, ἀναρρηθέντος τοῦ στεφάνου [[when]] the [[crown]] was proclaimed, Dem.<br /><b class="num">II.</b> to [[call]] [[upon]], [[invoke]], Plut.
}}
{{WoodhouseVerbsReversed
|woodvr=(see also [[ἀναγορεύω]]): [[announce]], [[proclaim]], [[proclaim as herald]]
}}
}}