Anonymous

σπειροειδής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1"
(38)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=speiroeidis
|Transliteration C=speiroeidis
|Beta Code=speiroeidh/s
|Beta Code=speiroeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">coiled</b>, <b class="b3">σῶμα</b> Hermes Trism. in <span class="title">Rev.Phil.</span>32.258. Adv. <b class="b3">-δῶς</b> <b class="b2">spirally</b>, f.l. for [[πιοειδῶς]] in <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Anat.</span>45</span>.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[coiled]], <b class="b3">σῶμα</b> Hermes Trism. in <span class="title">Rev.Phil.</span>32.258. Adv. <b class="b3">-δῶς</b> [[spirally]], f.l. for [[πιοειδῶς]] in <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Anat.</span>45</span>.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει περιελιχθεί ή αναπτυχθεί [[έτσι]] ώστε να σχηματίζει σπείρες, [[ελικοειδής]] (α. «[[σπειροειδής]] [[κίνηση]]» β. «σπειροειδές [[σῶμα]]», Ερμ. Τρισμ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ανατ.-ιατρ.) (για ανατ. σχηματισμό, για [[βλάβη]] ή για νόσο) αυτός που έχει [[διαδρομή]] σχήματος [[σπείρας]] (α. «σπειροειδές [[γάγγλιο]] του κοχλιακού νεύρου» β. «[[σπειροειδής]] [[ζώνη]] της φλοιώδους ουσίας τών επινεφριδίων» γ. «σπειροειδείς επίδεσμοι» δ. «σπειροειδή κατάγματα»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σπειροειδές</i><br /><b>(ηλεκτρ.)</b> το ελικοειδές [[σύρμα]] του ηλεκτρομαγνήτη<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σπειροειδής]] [[αυλάκωση]]»<br /><b>βιολ.</b> [[τρόπος]] αυλάκωσης [[κατά]] τον οποίο τα [[πρώτα]] βλαστομερίδια διαιρούνται [[λοξά]], [[έτσι]] ώστε στο [[στάδιο]] τών 8 κυττάρων τα 4 κύτταρα του ζωικού πόλου να μη βρίσκονται στον ίδιο μεσημβρινό με τα 4 του φυτικού πόλου [[αλλά]] ενδιαμέσως<br />β) «[[σπειροειδής]] [[βαλβίδα]]»<br /><b>ζωολ.</b> [[σπειροειδής]] εσωτερική [[πτύχωση]] του εντερικού τοιχώματος σε [[μερικά]] από τα πιο πρωτόγονα ψάρια<br />γ) «[[σπειροειδής]] [[βαλβίδα]] του Χάιστερ»<br /><b>ζωολ.</b> [[πτυχή]] του βλεννογόνου στο [[στόμιο]] της χοληδόχου κύστεως<br />δ) «[[σπειροειδής]] καρδιακή [[βαλβίδα]]»<br /><b>ζωολ.</b> [[ατελής]] διαμερισματοποίηση του αρτηριακού κώνου στους δίπνοους [[ιχθύς]]<br />ε) «[[σπειροειδής]] [[καμπύλη]]»<br /><b>μαθ.</b> η [[καμπύλη]] που προκύπτει από την [[τομή]] μιας [[σπείρας]] και ενός επιπέδου<br />στ) «[[σπειροειδής]] [[καμπύλη]] του Περσέως»<br /><b>μαθ.</b> αλγεβρική [[καμπύλη]] τέταρτου βαθμού που προκύπτει από την [[τομή]] μιας [[σπείρας]] και ενός επιπέδου παράλληλου [[προς]] τον άξονά της<br />ζ) «σπειροειδές [[ελατήριο]]»<br /><b>τεχνολ.</b> i) μικρό [[ελατήριο]] κατασκευασμένο από πολύ [[λεπτό]] [[σύρμα]] περιελιγμένο σε επίπεδη [[σπείρα]] ενωμένη με λικνοτροχό στο εσωτερικό [[άκρο]] της, το οποίο εξασφαλίζει τον ισοχρονισμό στα ρολόγια, αλλ. τριχοειδές [[ελατήριο]], κν. [[τρίχα]]<br />ii) [[ελατήριο]] κατασκευασμένο από στενή χαλύβδινη [[ταινία]] περιελιγμένη σε επίπεδη [[σπείρα]], που χρησιμοποιείται ως [[πηγή]] ενέργειας σε ωρολογιακούς μηχανισμούς, γραφομηχανές, κουρδιστά παιχνίδια κ.α. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπειροειδώς</i> / [[σπειροειδῶς]] ΝΑ<br />με σπειροειδή [[μορφή]], σε σπειροειδές [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπεῖρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει περιελιχθεί ή αναπτυχθεί [[έτσι]] ώστε να σχηματίζει σπείρες, [[ελικοειδής]] (α. «[[σπειροειδής]] [[κίνηση]]» β. «σπειροειδές [[σῶμα]]», Ερμ. Τρισμ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ανατ.-ιατρ.) (για ανατ. σχηματισμό, για [[βλάβη]] ή για νόσο) αυτός που έχει [[διαδρομή]] σχήματος [[σπείρας]] (α. «σπειροειδές [[γάγγλιο]] του κοχλιακού νεύρου» β. «[[σπειροειδής]] [[ζώνη]] της φλοιώδους ουσίας τών επινεφριδίων» γ. «σπειροειδείς επίδεσμοι» δ. «σπειροειδή κατάγματα»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σπειροειδές</i><br /><b>(ηλεκτρ.)</b> το ελικοειδές [[σύρμα]] του ηλεκτρομαγνήτη<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σπειροειδής]] [[αυλάκωση]]»<br /><b>βιολ.</b> [[τρόπος]] αυλάκωσης [[κατά]] τον οποίο τα [[πρώτα]] βλαστομερίδια διαιρούνται [[λοξά]], [[έτσι]] ώστε στο [[στάδιο]] τών 8 κυττάρων τα 4 κύτταρα του ζωικού πόλου να μη βρίσκονται στον ίδιο μεσημβρινό με τα 4 του φυτικού πόλου [[αλλά]] ενδιαμέσως<br />β) «[[σπειροειδής]] [[βαλβίδα]]»<br /><b>ζωολ.</b> [[σπειροειδής]] εσωτερική [[πτύχωση]] του εντερικού τοιχώματος σε [[μερικά]] από τα πιο πρωτόγονα ψάρια<br />γ) «[[σπειροειδής]] [[βαλβίδα]] του Χάιστερ»<br /><b>ζωολ.</b> [[πτυχή]] του βλεννογόνου στο [[στόμιο]] της χοληδόχου κύστεως<br />δ) «[[σπειροειδής]] καρδιακή [[βαλβίδα]]»<br /><b>ζωολ.</b> [[ατελής]] διαμερισματοποίηση του αρτηριακού κώνου στους δίπνοους [[ιχθύς]]<br />ε) «[[σπειροειδής]] [[καμπύλη]]»<br /><b>μαθ.</b> η [[καμπύλη]] που προκύπτει από την [[τομή]] μιας [[σπείρας]] και ενός επιπέδου<br />στ) «[[σπειροειδής]] [[καμπύλη]] του Περσέως»<br /><b>μαθ.</b> αλγεβρική [[καμπύλη]] τέταρτου βαθμού που προκύπτει από την [[τομή]] μιας [[σπείρας]] και ενός επιπέδου παράλληλου [[προς]] τον άξονά της<br />ζ) «σπειροειδές [[ελατήριο]]»<br /><b>τεχνολ.</b> i) μικρό [[ελατήριο]] κατασκευασμένο από πολύ [[λεπτό]] [[σύρμα]] περιελιγμένο σε επίπεδη [[σπείρα]] ενωμένη με λικνοτροχό στο εσωτερικό [[άκρο]] της, το οποίο εξασφαλίζει τον ισοχρονισμό στα ρολόγια, αλλ. τριχοειδές [[ελατήριο]], κν. [[τρίχα]]<br />ii) [[ελατήριο]] κατασκευασμένο από στενή χαλύβδινη [[ταινία]] περιελιγμένη σε επίπεδη [[σπείρα]], που χρησιμοποιείται ως [[πηγή]] ενέργειας σε ωρολογιακούς μηχανισμούς, γραφομηχανές, κουρδιστά παιχνίδια κ.α. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπειροειδώς</i> / [[σπειροειδῶς]] ΝΑ<br />με σπειροειδή [[μορφή]], σε σπειροειδές [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπεῖρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}