σπειροειδής

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπειροειδής Medium diacritics: σπειροειδής Low diacritics: σπειροειδής Capitals: ΣΠΕΙΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: speiroeidḗs Transliteration B: speiroeidēs Transliteration C: speiroeidis Beta Code: speiroeidh/s

English (LSJ)

σπειροειδές, coiled, σῶμα Hermes Trism. in Rev.Phil.32.258. Adv. σπειροειδῶς = spirally, f.l. for πιοειδῶς in Ruf.Anat.45.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει περιελιχθεί ή αναπτυχθεί έτσι ώστε να σχηματίζει σπείρες, ελικοειδής (α. «σπειροειδής κίνηση» β. «σπειροειδές σῶμα», Ερμ. Τρισμ.)
νεοελλ.
1. (ανατ.-ιατρ.) (για ανατ. σχηματισμό, για βλάβη ή για νόσο) αυτός που έχει διαδρομή σχήματος σπείρας (α. «σπειροειδές γάγγλιο του κοχλιακού νεύρου» β. «σπειροειδής ζώνη της φλοιώδους ουσίας τών επινεφριδίων» γ. «σπειροειδείς επίδεσμοι» δ. «σπειροειδή κατάγματα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το σπειροειδές
(ηλεκτρ.) το ελικοειδές σύρμα του ηλεκτρομαγνήτη
3. φρ. α) «σπειροειδής αυλάκωση»
βιολ. τρόπος αυλάκωσης κατά τον οποίο τα πρώτα βλαστομερίδια διαιρούνται λοξά, έτσι ώστε στο στάδιο τών 8 κυττάρων τα 4 κύτταρα του ζωικού πόλου να μη βρίσκονται στον ίδιο μεσημβρινό με τα 4 του φυτικού πόλου αλλά ενδιαμέσως
β) «σπειροειδής βαλβίδα»
ζωολ. σπειροειδής εσωτερική πτύχωση του εντερικού τοιχώματος σε μερικά από τα πιο πρωτόγονα ψάρια
γ) «σπειροειδής βαλβίδα του Χάιστερ»
ζωολ. πτυχή του βλεννογόνου στο στόμιο της χοληδόχου κύστεως
δ) «σπειροειδής καρδιακή βαλβίδα»
ζωολ. ατελής διαμερισματοποίηση του αρτηριακού κώνου στους δίπνοους ιχθύς
ε) «σπειροειδής καμπύλη»
μαθ. η καμπύλη που προκύπτει από την τομή μιας σπείρας και ενός επιπέδου
στ) «σπειροειδής καμπύλη του Περσέως»
μαθ. αλγεβρική καμπύλη τέταρτου βαθμού που προκύπτει από την τομή μιας σπείρας και ενός επιπέδου παράλληλου προς τον άξονά της
ζ) «σπειροειδές ελατήριο»
τεχνολ. i) μικρό ελατήριο κατασκευασμένο από πολύ λεπτό σύρμα περιελιγμένο σε επίπεδη σπείρα ενωμένη με λικνοτροχό στο εσωτερικό άκρο της, το οποίο εξασφαλίζει τον ισοχρονισμό στα ρολόγια, αλλ. τριχοειδές ελατήριο, κν. τρίχα
ii) ελατήριο κατασκευασμένο από στενή χαλύβδινη ταινία περιελιγμένη σε επίπεδη σπείρα, που χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας σε ωρολογιακούς μηχανισμούς, γραφομηχανές, κουρδιστά παιχνίδια κ.α.
επίρρ...
σπειροειδώς / σπειροειδῶς ΝΑ
με σπειροειδή μορφή, σε σπειροειδές σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα + -ειδής].