Anonymous

ποιότης: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=poiotis
|Transliteration C=poiotis
|Beta Code=poio/ths
|Beta Code=poio/ths
|Definition=ητος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[quality]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>182a</span> (where he apologizes for the use of the word as <b class="b3">ἀλλόκοτον ὄνομα</b>), <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cat.</span>8b26</span>, <span class="bibl"><span class="title">EN</span>1173a15</span> (pl.), <span class="bibl">Gal.<span class="title">Nat.Fac.</span>1.2</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>2113.16</span> (iv A.D.), etc.; of size, <span class="bibl">Babr. 28.10</span>, <span class="bibl">Aesop.84</span>.</span>
|Definition=ποιότητος, ἡ, [[quality]], [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''182a (where he apologizes for the use of the word as <b class="b3">ἀλλόκοτον ὄνομα</b>), [[Aristotle|Arist.]]''[[Categories|Cat.]]''8b26, ''EN''1173a15 (pl.), Gal.''Nat.Fac.''1.2, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''2113.16 (iv A.D.), etc.; of size, Babr. 28.10, Aesop.84.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0652.png Seite 652]] ητος, ἡ, Beschaffenheit, Eigenschaft, qualitas; Plat. Theaet. 182 a; Arist. eth. Nic. 10, 3, 1 im plur.; Sp., wie S. Emp.; Plut. adv. Col. 5; vgl. Lob. Phryn. p. 350.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0652.png Seite 652]] ποιότητος, ἡ, [[Beschaffenheit]], [[Eigenschaft]], [[qualitas]]; Plat. Theaet. 182 a; Arist. eth. Nic. 10, 3, 1 im plur.; Sp., wie S. Emp.; Plut. adv. Col. 5; vgl. Lob. Phryn. p. 350.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ποιότης''': -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. qualitas, Πλάτ. Θεαίτ. 182Α ([[ἔνθα]] ἀπολογεῖταί πως ἐπὶ τῇ χρήσει τῆς λέξεως ἣν καλεῖ ἀλλόκοτον [[ὄνομα]]), Ἀριστ. Κατηγ. 8. 1 κἑξ., Ἠθικ. Νικ. 10. 3, 1· ἐπὶ μεγέθους ἢ ὄγκου, Βαβρ. 28. 10· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 350.
|btext=ποιότητος (ἡ) :<br />[[qualité d'une chose]].<br />'''Étymologie:''' [[ποῖος]].
}}
{{elnl
|elnltext=ποιότης ποιότητος, ἡ [ποιός] [[hoedanigheid]], [[eigenschap]]
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ητος (ἡ) :<br />qualité d’une chose.<br />'''Étymologie:''' [[ποῖος]].
|elrutext='''ποιότης:''' ητος ἡ [[качественная определенность]], [[качество]] Plat., Arst., Sext., Plut.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποιότης:''' -ητος, ἡ, [[ποιότητα]], σε Πλάτ., Αριστ.
|lsmtext='''ποιότης:''' ποιότητος, ἡ, [[ποιότητα]], σε Πλάτ., Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ποιότης:''' ητος качественная определенность, качество Plat., Arst., Sext., Plut.
|lstext='''ποιότης''': ποιότητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. qualitas, Πλάτ. Θεαίτ. 182Α ([[ἔνθα]] ἀπολογεῖταί πως ἐπὶ τῇ χρήσει τῆς λέξεως ἣν καλεῖ ἀλλόκοτον [[ὄνομα]]), Ἀριστ. Κατηγ. 8. 1 κἑξ., Ἠθικ. Νικ. 10. 3, 1· ἐπὶ μεγέθους ἢ ὄγκου, Βαβρ. 28. 10· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 350.
}}
}}
{{elnl
{{grml
|elnltext=ποιότης -ητος, [ποιός] hoedanigheid, eigenschap
|mltxt=η / [[ποιότης]], ποιότητος, ΝΜΑ, και ποιότη Ν [[ποιός]]<br />η [[φύση]] ενός πράγματος [[κατά]] την [[αξία]] του και σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[ποσότητα]], η εσωτερική του [[υπόσταση]], το [[ποιόν]] (α. «[[εμπόρευμα]] κακής ποιότητας» β. «[[κρασί]] εξαιρετικής ποιότητας» γ. «[[ποιότης]] τρυγός», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) (με γενική σημ.) [[κάθε]] [[ιδιότητα]] [[είτε]] αυτή ανήκει στην [[ουσία]] ενός πράγματος [[είτε]] αποδίδεται επιπρόσθετα σ' αυτήν<br />β) (ως ειδική [[κατηγορία]]) [[εσωτερικός]] [[απόλυτος]] [[προσδιορισμός]] της ουσίας, [[προσδιορισμός]] της ουσίας σε [[σχέση]] με αυτήν την [[ίδια]] και όχι σε [[σχέση]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εμπόρευμα]] που διακρίνεται από ένα ομοειδές του [[χάρη]] στις ιδιότητές του (α. «πρώτη [[ποιότητα]]» β. «δεύτερη [[ποιότητα]]»)<br /><b>2.</b> (βυζ. μουσ.) [[τρόπος]] εκτέλεσης που ομορφαίνει το [[μέλος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «απόκρυφες ποιότητες»<br />(στη σχολαστική φιλοσ.) αυθύπαρκτες ιδιότητες που επιτρέπουν την [[εξήγηση]] ορισμένων φυσικών φαινομένων, όπως λ.χ. του μαγνητισμού<br />β) «αντικειμενικές ποιότητες»<br />([[κατά]] τον Γαλιλαίο και τον Καρτέσιο) οι ιδιότητες που έχουν εξ αντικειμένου τα πράγματα, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[σχήμα]], το [[μέγεθος]], η [[κίνηση]]<br />γ) «υποκειμενικές ποιότητες»<br />([[κατά]] τον Γαλιλαίο και τον Καρτέσιο) ποιότητες που συνδέονται με την αισθητηριακή [[ικανότητα]] του ανθρώπου, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[χρώμα]], ο [[ήχος]], η [[γεύση]]<br />δ) «πρώτες [ή πρώτιστες ή αρχικές] ποιότητες» — όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τη σχολαστική [[φιλοσοφία]] και αργότερα από τον Λοκ και άλλους φιλοσόφους [[προς]] [[διάκριση]] τών θεωρούμενων ως βασικών ποιοτήτων, αδιαχώριστων από την [[ιδέα]] της ύλης και ενυπαρχουσών στα σώματα, από τις λεγόμενες δεύτερες ή δευτερεύουσες ποιότητες, οι οποίες απορρέουν από τις πρώτες και δεν ενυπάρχουν στα σώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέγεθος]]<br /><b>2.</b> ο όγκος.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ποιότης]], ητος, ἡ,<br />[[quality]], Plat., Arist.
|mdlsjtxt=[[ποιότης]], ποιότητος, ἡ,<br />[[quality]], Plat., Arist.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[ποῖος]] (=τί λογῆς).
}}
{{trml
|trtx====[[quality]]===
Afrikaans: kwaliteit; Albanian: kualitet; Arabic: نَوْعِيَّة, جَوْدَة; Armenian: որակ; Assyrian Neo-Aramaic: ܕܵܐܟ݂ܝܼܘܼܬܵܐ; Azerbaijani: keyfiyyət; Belarusian: якасць; Bengali: গুণ; Bikol Central: kalidad; Bulgarian: качество; Burmese: အရည်အသွေး, အမျိုးအရိုး; Catalan: qualitat; Chinese Mandarin: [[質量]], [[质量]], [[品質]], [[品质]]; Czech: kvalita, jakost; Danish: kvalitet; Dutch: [[kwaliteit]]; Esperanto: kvalito; Estonian: kvaliteet; Finnish: laatu; French: [[qualité]]; Galician: calidade; Georgian: ხარისხი; German: [[Qualität]]; Greek: [[ποιότητα]]; Ancient Greek: [[ποιότης]]; Hebrew: אֵיכוּת; Hindi: गुण, गुणवत्ता; Hungarian: minőség; Icelandic: gæði; Ido: qualeso; Indonesian: kualitas; Interlingua: qualitate; Italian: [[qualità]]; Japanese: 品質, 質; Kazakh: сапа; Khmer: គុណភាព; Korean: 질(質), 품질(品質); Kurdish Central Kurdish: چۆنیەتی; Northern Kurdish: çawanî, kalîte; Kyrgyz: сапат; Lao: ຄຸນນະພາບ; Latgalian: kaideiba; Latin: [[qualitas]]; Latvian: kādība, kvalitāte; Lithuanian: kokybė; Macedonian: квалитет; Malagasy: toetra; Malay: mutu, kualiti, kualitas; Malayalam: നിലവാരം; Maori: kounga; Mongolian Cyrillic: чанар; Mongolian: ᠴᠢᠨᠠᠷ; Neapolitan: qualetà; Norman: qualitaï; Norwegian: kvalitet; Occitan: qualitat; Old English: hwelcnes; Oromo: waandansaa; Pashto: نوعيت; Persian: کیفیت, کوالیته; Polish: jakość; Portuguese: [[qualidade]]; Romanian: calitate; Russian: [[качество]], [[уровень]]; Serbo-Croatian Cyrillic: квалитета; Roman: kvalitéta; Slovak: kvalita, akosť; Slovene: kakóvost, kakovost; Spanish: [[calidad]], [[estofa]]; Swedish: kvalitet, kvalité; Tagalog: kalidad; Tajik: сифат; Tamil: பண்பு; Tatar: сыйфат; Telugu: నాణ్యత; Thai: คุณภาพ; Turkish: kalite, nitelik; Turkmen: hil; Ukrainian: якість; Urdu: صفت, گن; Uyghur: سۈپەت; Uzbek: sifat; Vietnamese: chất lượng; Yiddish: קוואַליטעט
}}
}}