Anonymous

ἐφεκτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efektikos
|Transliteration C=efektikos
|Beta Code=e)fektiko/s
|Beta Code=e)fektiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[ephectic]], <b class="b2">able to check</b> or [[stop]], κοιλίας Diph.Siph. ap. <span class="bibl">Ath.8.355e</span>, Mnesith. ap. eund.<span class="bibl">2.57d</span>; ἱδρώτων Dsc. 1.30; ἀφροδισίων <span class="title">Gp.</span>12.27.3 (Comp.); σηπεδόνων Dsc.5.109. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">practising suspense of judgement</b>, of the Sceptics, <span class="title">Stoic.</span>2.37, Gell.11.5.6, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VS</span>1.8.4</span>, D.L.<span class="title">Prooem.</span> 16, <span class="bibl">Syrian.<span class="title">in Metaph.</span>73.16</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>1.14.7</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> Geom., <b class="b3">ἐ. τόπος</b> [[immobile]] locus, opp. <b class="b3">διεξοδικός</b> (q.v.), Apollon.Perg.<span class="title">Fr.</span>22.</span>
|Definition=ἐφεκτική, ἐφεκτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[ephectic]], [[able to check]] or [[able to stop]], κοιλίας Diph.Siph. ap. Ath.8.355e, Mnesith. ap. eund.2.57d; ἱδρώτων Dsc. 1.30; ἀφροδισίων ''Gp.''12.27.3 (Comp.); σηπεδόνων Dsc.5.109.<br><span class="bld">II</span> [[practising suspense of judgement]], of the Sceptics, ''Stoic.''2.37, Gell.11.5.6, Philostr.''VS''1.8.4, D.L.''Prooemia'' 16, Syrian.''in Metaph.''73.16. Adv. [[ἐφεκτικῶς]] Arr.''Epict.''1.14.7.<br><span class="bld">III</span> Geom., <b class="b3">ἐ. τόπος</b> [[immobile]] locus, opp. [[διεξοδικός]] ([[quod vide|q.v.]]), Apollon.Perg.''Fr.''22.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1114.png Seite 1114]] ή, όν, anhaltend, zurückhaltend, ἐφεκτικοὶ κοιλίας, d. i. verstopfend, Ath. II, 57 d, wie VIII, 355 e; Medic.; οἱ ἐφεκτικοί heißen die Skeptiker, Sext. Emp. adv. eth. 152; ἡ σκεπτικὴ ἀγωγὴ καλεῖται καὶ ἐφεκτικὴ ἀπὸ τοῦ μετὰ τὴν ζήτησιν περὶ τὸν σκεπτόμενον γινομένου πάθους id. Pyrrh. 1, 7, wie sie auch ἀπορητικοί heißen. Vgl. [[ἐπέχω]]. – Ἑφεκτικῶς, Stob. ecl. phys. 1, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1114.png Seite 1114]] ή, όν, anhaltend, zurückhaltend, ἐφεκτικοὶ κοιλίας, d. i. verstopfend, Ath. II, 57 d, wie VIII, 355 e; Medic.; οἱ ἐφεκτικοί heißen die Skeptiker, Sext. Emp. adv. eth. 152; ἡ σκεπτικὴ ἀγωγὴ καλεῖται καὶ ἐφεκτικὴ ἀπὸ τοῦ μετὰ τὴν ζήτησιν περὶ τὸν σκεπτόμενον γινομένου πάθους id. Pyrrh. 1, 7, wie sie auch ἀπορητικοί heißen. Vgl. [[ἐπέχω]]. – Ἑφεκτικῶς, Stob. ecl. phys. 1, 7.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφεκτικός:''' филос. воздерживающийся от суждений ([[ἀγωγή]] Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἐφεκτικός]], -ή, -όν) [[επέχω]]<br /><b>1.</b> [[επιφυλακτικός]], [[διστακτικός]], αυτός που αναβάλλει να κάνει ή να πει [[κάτι]], ο [[αναποφάσιστος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εφεκτικοί φιλόσοφοι» — αυτοί που φρονούν ότι η [[γνώση]] [[είναι]] [[κάτι]] το ανέφικτο, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι («τῶν δὲ φιλοσόφων, οἱ μὲν γεγόνασι δογματικοί, οἱ δὲ ἐφεκτικοί<br />δογματικοὶ μέν, ὅσοι περὶ τῶν πραγμάτων ἀποφαίνονται, ὡς καταληπτῶν<br />ἐφεκτικοὶ δέ, ὅσοι ἐπέχουσι περὶ αὐτῶν, ὡς ἀκαταλήπτων», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[στυπτικός]], [[συσταλτικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ικανός]] να συγκρατήσει, να σταματήσει, [[συγκρατητικός]] («ἐφεκτικὸς ἀφροδισίων», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασταλτικός]], [[θεραπευτικός]] («καὶ σηπεδόνων ἐφεκτικοί», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(γεωμ.)</b> <b>φρ.</b> «ἐφεκτικὸς [[τόπος]]» — ο [[ακίνητος]] [[τόπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εφεκτικώς</i> (Α εφεκτικώς)<br />[[κατά]] εφεκτικό τρόπο, επιφυλακτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επέχω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἔχω</i>)<br />το -<i>φ</i>- λόγω της δασύτητας του β' συνθετικού: <i>εφ</i>-[[εκτικός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἑκτικός]])].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἐφεκτικός]], -ή, -όν) [[επέχω]]<br /><b>1.</b> [[επιφυλακτικός]], [[διστακτικός]], αυτός που αναβάλλει να κάνει ή να πει [[κάτι]], ο [[αναποφάσιστος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εφεκτικοί φιλόσοφοι» — αυτοί που φρονούν ότι η [[γνώση]] [[είναι]] [[κάτι]] το ανέφικτο, αλλ. σκεπτικοί φιλόσοφοι («τῶν δὲ φιλοσόφων, οἱ μὲν γεγόνασι δογματικοί, οἱ δὲ ἐφεκτικοί<br />δογματικοὶ μέν, ὅσοι περὶ τῶν πραγμάτων ἀποφαίνονται, ὡς καταληπτῶν<br />ἐφεκτικοὶ δέ, ὅσοι ἐπέχουσι περὶ αὐτῶν, ὡς ἀκαταλήπτων», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[στυπτικός]], [[συσταλτικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ικανός]] να συγκρατήσει, να σταματήσει, [[συγκρατητικός]] («ἐφεκτικὸς ἀφροδισίων», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασταλτικός]], [[θεραπευτικός]] («καὶ σηπεδόνων ἐφεκτικοί», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(γεωμ.)</b> <b>φρ.</b> «ἐφεκτικὸς [[τόπος]]» — ο [[ακίνητος]] [[τόπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εφεκτικώς</i> (Α εφεκτικώς)<br />[[κατά]] εφεκτικό τρόπο, επιφυλακτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επέχω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἔχω</i>)<br />το -<i>φ</i>- λόγω της δασύτητας του β' συνθετικού: <i>εφ</i>-[[εκτικός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἑκτικός]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφεκτικός:''' филос. воздерживающийся от суждений ([[ἀγωγή]] Sext.).
}}
}}