3,274,216
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(26 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fakos | |Transliteration C=fakos | ||
|Beta Code=fako/s | |Beta Code=fako/s | ||
|Definition=ὁ ( φακόν, τό, Pap. in | |Definition=ὁ ([[φακόν]], τό, Pap. in ''Philol.''80.340 ([[si vera lectio|s. v.l.]])),<br><span class="bld">A</span> [[lentil]], [[Ervum lens]], and its [[fruit]], Solon 38.3, [[Herodotus|Hdt.]]4.17, ''IG''12.334.7, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 8.1.4, Diocl.Fr.117, etc.; φακὸν ἕψειν Theoc.10.54; ἕψημα φακοῦ [[LXX]] ''Ge.''25.34; ἀφέψημα φακοῦ Sor. 1.121.<br><span class="bld">b</span> pl. = [[φακῆ]], [[lentil soup]], Pherecr.67.3, Amphis40, Gal.6.770, ''Vict.Att.''7.<br><span class="bld">2</span> [[φακός ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων]], [[duckweed]], [[Lemna minor]], Dsc.1.12, 4.87.<br><span class="bld">II</span> [[anything shaped like lentils]]:<br><span class="bld">1</span> [[hot-water bottle]], POxy.1088.46 (i A. D.); φακός [[ὀστράκινος]] Hp.''Nat.Mul.''34; πυρίη φακῶν τῶν κεραμήων Aret.''CA''2.5; φακός τοῦ ἐλαίου [[oil-flask]], [[LXX]] ''1 Ki.''10.1; <b class="b3">τοῦ ὕδατος</b> ib.26.11.<br><span class="bld">2</span> [[spot]] on the body, [[mole]], [[birthmark]], PPetr.3p.2, al. (iii B. C.), Dsc.1.13, 5.118, Plu.2.563a, 800e, Gal.11.845, etc.<br><span class="bld">3</span> [[ornament on beds]], Theodor.Hierap. ap. Ath.10.413b. (Cf. [[Albanian]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1252.png Seite 1252]] ὁ, 1) die Linsenpflanze u. ihre Frucht, die bes. bei Leichenbegängnissen gegessen wurde; Solon 30; Her. 4, 17 u. A.; Diosc.; dah. τὸν φακὸν ηὐτρέπισαν Nicarch. 26 (XI, 119); – φακὸς ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων, die Wasserlinse, Diosc. – 2) ein linsenförmiges Gefäß, eine flachrunde Wärmflasche, Hippocr. – 3) ein linsenförmiger Fleck am Leibe, Leberfleck, auch Sommersprossen; Medic.; Plut. S. N. V. 21. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1252.png Seite 1252]] ὁ, 1) die Linsenpflanze u. ihre Frucht, die bes. bei Leichenbegängnissen gegessen wurde; Solon 30; Her. 4, 17 u. A.; Diosc.; dah. τὸν φακὸν ηὐτρέπισαν Nicarch. 26 (XI, 119); – φακὸς ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων, die Wasserlinse, Diosc. – 2) ein linsenförmiges Gefäß, eine flachrunde Wärmflasche, Hippocr. – 3) ein linsenförmiger Fleck am Leibe, Leberfleck, auch Sommersprossen; Medic.; Plut. S. N. V. 21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> lentille, <i>plante et graine</i> ; φακὸς ἐκ τῶν τελμάτων LUC lentille d'eau ; purée de lentilles;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> tache de rousseur.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>lat.</i> [[faba]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φᾰκός:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[чечевица]] Her., Anth.;<br /><b class="num">2</b> [[веснушка]] Plut., Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φᾰκός''': ὁ, τὸ φυτὸν καὶ ὁ [[καρπὸς]] τῆς φακῆς, τρώγουσι... συμμεμιγμένους γούρους φακοῖσι Σόλων παρ’ Ἀθην. 645F, Ἡρόδ. 4. 17, κλπ.· ― [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[φακῆ]], [[ἔδεσμα]] ἐκ φακῶν, [[μάλιστα]] ἐν τῷ πληθυντ., Φερεκράτ. ἐν «Κοριαννοῖ» 1, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 4, κλπ.· ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] τὸ θηλ. [[φακῆ]] λέγεται ἐπὶ τοῦ ὠμοῦ ὀσπρίου, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 455. 2) φ. ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων, [[φυτόν]] τι φυόμενον εἰς ἕλη, Lemna minor, Διοσκ. 4. 88. ΙΙ. [[πρᾶγμα]] ὅμοιον τὸ [[σχῆμα]] πρὸς ὠμὸν φακόν: 1) φ. [[ὀστράκινος]], πλατὺ [[ἀγγεῖον]] εἰς [[σχῆμα]] φακοῦ πρὸς θέρμανσιν χρήσιμον, Ἱπποκρ. 576. 44, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 5· φ. τοῦ ἐλαίου, [[ἀγγεῖον]] ἐλαίου, «λαδικόν», Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Ι΄. 1). 2) [[θήκη]] νεκροῦ, Ἰουστῖν Μάρτ. 3) [[κηλὶς]] ἐπὶ τοῦ σώματος, [[στίγμα]], «ἐλῃά», ἀκροχορδόνες καὶ μιάσματα καὶ φακοὶ πατέρων ἐν παισὶν ἐμφανισθέντες Πλούτ. 2. 563Α· ἐν τῷ προσώπῳ φακὸς τῆς κλίνης περίχαλκον Ἀθήν. 413Β. | |lstext='''φᾰκός''': ὁ, τὸ φυτὸν καὶ ὁ [[καρπὸς]] τῆς φακῆς, τρώγουσι... συμμεμιγμένους γούρους φακοῖσι Σόλων παρ’ Ἀθην. 645F, Ἡρόδ. 4. 17, κλπ.· ― [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[φακῆ]], [[ἔδεσμα]] ἐκ φακῶν, [[μάλιστα]] ἐν τῷ πληθυντ., Φερεκράτ. ἐν «Κοριαννοῖ» 1, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 4, κλπ.· ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] τὸ θηλ. [[φακῆ]] λέγεται ἐπὶ τοῦ ὠμοῦ ὀσπρίου, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 455. 2) φ. ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων, [[φυτόν]] τι φυόμενον εἰς ἕλη, Lemna minor, Διοσκ. 4. 88. ΙΙ. [[πρᾶγμα]] ὅμοιον τὸ [[σχῆμα]] πρὸς ὠμὸν φακόν: 1) φ. [[ὀστράκινος]], πλατὺ [[ἀγγεῖον]] εἰς [[σχῆμα]] φακοῦ πρὸς θέρμανσιν χρήσιμον, Ἱπποκρ. 576. 44, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 5· φ. τοῦ ἐλαίου, [[ἀγγεῖον]] ἐλαίου, «λαδικόν», Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Ι΄. 1). 2) [[θήκη]] νεκροῦ, Ἰουστῖν Μάρτ. 3) [[κηλὶς]] ἐπὶ τοῦ σώματος, [[στίγμα]], «ἐλῃά», ἀκροχορδόνες καὶ μιάσματα καὶ φακοὶ πατέρων ἐν παισὶν ἐμφανισθέντες Πλούτ. 2. 563Α· ἐν τῷ προσώπῳ φακὸς τῆς κλίνης περίχαλκον Ἀθήν. 413Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[φαγός]], και φακόν, τὸ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> [[τεμάχιο]] γυαλιού ή οποιουδήποτε άλλου διαθλαστικού υλικού, στερεού ή και υγρού, που περικλείεται [[συνήθως]] από σφαιρικές επιφάνειες και χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό οπτικών ειδώλων (α. «[[αμφίκυρτος]] [[φακός]]» β. «[[κοιλόκυρτος]] [[φακός]]» γ. «[[επιπεδόκυρτος]] [[φακός]]» δ. «[[αμφίκοιλος]] [[φακός]]»)<br /><b>2.</b> (ειδικά) το [[ματογυάλι]]<br /><b>3.</b> φορητή ηλεκτρική [[λυχνία]]<br /><b>4.</b> <b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους πρωτοζώων μαστιγοφόρων<br /><b>5.</b> <b>(πετρογρ.)</b> μεταλλοφόρο [[σώμα]] ή [[πέτρωμα]] με σχετικά μεγάλο [[πάχος]] στο [[μέσον]] του που ελαττώνεται βαθμιαία στα [[άκρα]], όπως σε έναν αμφίκυρτο φακό<br /><b>6.</b> <b>γεωλ.</b> δευτερεύουσα λιθοστρωματογραφική [[ενότητα]] η οποία περιλαμβάνει ένα γεωλογικό [[στρώμα]] με σχετικά μικρή γεωγραφική [[έκταση]] και με [[πάχος]] ελαττούμενο βαθμιαία [[προς]] όλες τις κατευθύνσεις<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κρυσταλλοειδής]] [[φακός]]»<br /><b>ανατ.</b> <b>βλ.</b> [[κρυσταλλοειδής]]<br />β) «[[μεγεθυντικός]] [[φακός]]» — συγκλίνων [[φακός]] που χρησιμοποιείται για την [[παρατήρηση]] τών λεπτομερειών ενός αντικειμένου<br />γ) «φακοί [[επαφής]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[διαφανής]] [[οπτική]] [[πρόθεση]] δισκοειδούς σχήματος, προοριζόμενο για [[τοποθέτηση]] σε [[επαφή]] με τον κερατοειδή χιτώνα του οφθαλμού με σκοπό τη [[διόρθωση]] διαθλαστικών ανωμαλιών του<br />δ) «[[ηλεκτρονικός]] [[φακός]]»<br />(φυσ.-τεχνολ.) [[συσκευή]] αξονικής συμμετρίας, αποτελούμενη από πυκνωτές, πηνία ή ηλεκτρομαγνήτες που εκτρέπει [[δέσμη]] ηλεκτρικώς φορτισμένων σωματιδίων, όπως ακριβώς οι οπτικοί φακοί εκτρέπουν τις φωτεινές δέσμες<br />ε) «τηλεαντικειμενικός [[φακός]]»<br /><b>(φωτογρ.)</b> <b>βλ.</b> <i>τηλεαντικειμενικός</i><br />στ) «[[αχρωματικός]] [[φακός]]»<br /><b>φυσ.</b> <b>βλ.</b> [[αχρωματικός]] | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[φαγός]], και φακόν, τὸ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> [[τεμάχιο]] γυαλιού ή οποιουδήποτε άλλου διαθλαστικού υλικού, στερεού ή και υγρού, που περικλείεται [[συνήθως]] από σφαιρικές επιφάνειες και χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό οπτικών ειδώλων (α. «[[αμφίκυρτος]] [[φακός]]» β. «[[κοιλόκυρτος]] [[φακός]]» γ. «[[επιπεδόκυρτος]] [[φακός]]» δ. «[[αμφίκοιλος]] [[φακός]]»)<br /><b>2.</b> (ειδικά) το [[ματογυάλι]]<br /><b>3.</b> φορητή ηλεκτρική [[λυχνία]]<br /><b>4.</b> <b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους πρωτοζώων μαστιγοφόρων<br /><b>5.</b> <b>(πετρογρ.)</b> μεταλλοφόρο [[σώμα]] ή [[πέτρωμα]] με σχετικά μεγάλο [[πάχος]] στο [[μέσον]] του που ελαττώνεται βαθμιαία στα [[άκρα]], όπως σε έναν αμφίκυρτο φακό<br /><b>6.</b> <b>γεωλ.</b> δευτερεύουσα λιθοστρωματογραφική [[ενότητα]] η οποία περιλαμβάνει ένα γεωλογικό [[στρώμα]] με σχετικά μικρή γεωγραφική [[έκταση]] και με [[πάχος]] ελαττούμενο βαθμιαία [[προς]] όλες τις κατευθύνσεις<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κρυσταλλοειδής]] [[φακός]]»<br /><b>ανατ.</b> <b>βλ.</b> [[κρυσταλλοειδής]]<br />β) «[[μεγεθυντικός]] [[φακός]]» — συγκλίνων [[φακός]] που χρησιμοποιείται για την [[παρατήρηση]] τών λεπτομερειών ενός αντικειμένου<br />γ) «φακοί [[επαφής]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[διαφανής]] [[οπτική]] [[πρόθεση]] δισκοειδούς σχήματος, προοριζόμενο για [[τοποθέτηση]] σε [[επαφή]] με τον κερατοειδή χιτώνα του οφθαλμού με σκοπό τη [[διόρθωση]] διαθλαστικών ανωμαλιών του<br />δ) «[[ηλεκτρονικός]] [[φακός]]»<br />(φυσ.-τεχνολ.) [[συσκευή]] αξονικής συμμετρίας, αποτελούμενη από πυκνωτές, πηνία ή ηλεκτρομαγνήτες που εκτρέπει [[δέσμη]] ηλεκτρικώς φορτισμένων σωματιδίων, όπως ακριβώς οι οπτικοί φακοί εκτρέπουν τις φωτεινές δέσμες<br />ε) «τηλεαντικειμενικός [[φακός]]»<br /><b>(φωτογρ.)</b> <b>βλ.</b> <i>τηλεαντικειμενικός</i><br />στ) «[[αχρωματικός]] [[φακός]]»<br /><b>φυσ.</b> <b>βλ.</b> [[αχρωματικός]]·ζ) «[[καταδυτικός]] [[φακός]]»<br /><b>φυσ.</b> <b>βλ.</b> [[καταδυτικός]]·η) «[[αντικειμενικός]] [[φακός]]» ή, [[απλώς]], «[[αντικειμενικός]]»<br /><b>φυσ.</b> ο [[πρώτος]] [[φακός]], [[σύστημα]] φακών ή [[κάτοπτρο]], από τα οποία διέρχεται το φως όταν εισέρχεται σε ένα οπτικό [[σύστημα]], λ.χ. [[μικροσκόπιο]] ή [[τηλεσκόπιο]]<br />θ) «[[φωτογραφικός]] [[φακός]]» — [[φακός]] φωτογραφικής μηχανής<br />ι) «[[φακός]] υπερήχων»<br /><b>φυσ.</b> [[διάταξη]] κατασκευασμένη από κατάλληλο υλικό, όπως [[είναι]] το [[πλεξιγκλάς]] ή το [[καουτσούκ]], στο εσωτερικό της οποίας η [[ταχύτητα]] τών υπερήχων [[είναι]] διαφορετική από την ταχύτητά τους [[μέσα]] σε ένα υπό [[εξέταση]] [[μέσον]], λ.χ. το [[νερό]] ή το ανθρώπινο [[σώμα]], [[γεγονός]] που προκαλεί την [[εκτροπή]] τών υπερήχων [[κατά]] τρόπο ανάλογο με αυτόν που οι οπτικοί φακοί εκτρέπουν τις φωτεινές ακτίνες<br />ια) «συγκλίνοντες ή συγκεντρωτικοί φακοί»<br /><b>φυσ.</b> φακοί παχύτεροι στο κεντρικό [[μέρος]] τους που προκαλούν τη [[σύγκλιση]] τών φωτεινών ακτίνων που διέρχονται από αυτούς [[προς]] τον κύριο άξονα του φακού<br />ιβ) «αποκλίνοντες ή αποκεντρωτικοί φακοί»<br /><b>φυσ.</b> φακοί παχύτεροι στα [[άκρα]] τους, που προκαλούν την [[απόκλιση]] τών φωτεινών ακτίνων από τον κύριο άξονα, [[προς]] τον οποίο, [[πριν]] από την [[πρόσπτωση]] τους στον φακό, ήταν παράλληλοι<br />ιγ) «[[αστιγματικός]] [[φακός]]»<br /><b>ιατρ.</b> <b>βλ.</b> [[αστιγματικός]]<br />ιδ) «[[φακός]] [[προσοφθάλμιος]]»<br /><b>φυσ.</b> <b>βλ.</b> [[προσοφθάλμιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[φακή]] («κρόμμυα καὶ σκόροδα και φακοὺς καὶ κέγχρους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φαγητό]] από φακές<br /><b>3.</b> [[καθετί]] όμοιο στο [[σχήμα]] με τη [[φακή]]<br /><b>4.</b> [[θήκη]] νεκρού, [[φέρετρο]] («ἡμῖν ὑποδειξάντων καὶ φακόν τινα ἐκ χαλκοῦ κατεσκευασμένον, ἐν ᾧ τὰ λείψανα αὐτῆς σώζεσθαι ἔλεγον», Iουστ.)<br /><b>5.</b> [[εφηλίδα]], [[φακίδα]]<br /><b>6.</b> [[κόσμημα]] του κρεβατιού<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «φακὸς [[ὀστράκινος]]» — πλατύ [[αγγείο]] σε [[σχήμα]] φακής, που χρησίμευε για [[θέρμανση]] <b>(Ιπποκρ.)</b><br />β) «φακὸς τοῦ ἐλαίου» — [[αγγείο]] για το [[λάδι]] (ΠΔ)<br />γ) «φακὸς ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων» — η [[φακή]] του νερού, το [[φυτό]] [[λέμνα]] (<b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ.. Η λ. [[φακός]] παρουσιάζει μορφολογικές ομοιότητες με τ. που χρησιμοποιούνται για το όσπριο [[φάβα]] (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>faba</i>, αρχ. πρωσ. <i>babo</i>, αλβαν. <i>bathe</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>bhabha</i>), εμφανίζει, όμως, κατάλ. -<i>κο</i>-<i>ς</i>, η οποία θα μπορούσε να παραβληθεί με την κατάλ. ορισμένων τ., δάνειων στην Ελληνική, που δηλώνουν διάφορα είδη [[φυτών]] (<b>πρβλ.</b> [[αἴσακος]], <i>ἀμάρακος</i>, [[ἄρακος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φᾰκός:''' ὁ, [[φακή]] και οι καρποί αυτής, σε Ηρόδ. κ.λπ. | |lsmtext='''φᾰκός:''' ὁ, [[φακή]] και οι καρποί αυτής, σε Ηρόδ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''φακός''': {phakós}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Linse]], oft übertr. auf linsenähnliche Gegenstände, z.B. [[Wärmflasche]], [[Muttermal]], [[Sommersprosse]] (ion. att.).<br />'''Composita''' : Als Vorderglied u.a. in [[φακοειδής]] [[linsenförmig]] (Arist., Str. u.a.).<br />'''Derivative''': Davon 1. [[φάκιον]] n. [[Linsendekokt]] (Hp.). 2. -ινος [[aus Linsen bereitet]] mit -ινᾶς m. [[Verkäufer von Linsenprodukten]], [[φακινοπώλιον]] n. [[Laden mit Linsenprodukten]] (Pap. u.a.), 3. -ώδης [[linsenartig]], [[voll linsenartiger Flecke]] (Hp. u.a.). -ωτός [[linsenförmig]] (Mediz.), -ώσεις f. pl. ‘Sommersprossen- bildungen’ (Heph. Astr.). Auch 4. [[φακέα]] (Epich.), [[φακῆ]] (Ar., hell. u. sp.) f. [[Linsengericht]], [[Linsensuppe]]; [[φακεψός]], [[φακηψός]] m. ‘Linsen(suppen)kocher’ (: [[φακός]], [[φακῆ]]; hell. u. sp. Pap.). 5. Spottname Φακᾶς m. (Suid. s. Διοσκορίδης). — Zu [[ἀφάκη]] s. bes.<br />'''Etymology''' : Kulturwort unsicheren Ursprungs. Lautlich deckt sich [[φακός]] mit dem auch begrifflich nahestehenden alban. Wort für Saubohne’, ''bathë'' (idg. *''bhaḱā''). Zum Ausgang vgl. [[ἄρακος]]; die Anfangssilbe findet sich auch in den reduplizierten lat. ''faba'' (idg. *''bhabhā''), russ. ''bob'', apreuß. ''babo'' [[Bohne]] wieder. Hypothesen über den etwaigen Zusammenhang m. reicher Lit. bei WP. 2, 131, Pok. 106, W.-Hofmann und Vasmer s.vv. Zu den idg. Benennungen der Linse Schrader-Nehring Reallex. 2, 13. — Vgl. [[φάσηλος]].<br />'''Page''' 2,985 | |ftr='''φακός''': {phakós}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Linse]], oft übertr. auf linsenähnliche Gegenstände, z.B. [[Wärmflasche]], [[Muttermal]], [[Sommersprosse]] (ion. att.).<br />'''Composita''': Als Vorderglied u.a. in [[φακοειδής]] [[linsenförmig]] (Arist., Str. u.a.).<br />'''Derivative''': Davon 1. [[φάκιον]] n. [[Linsendekokt]] (Hp.). 2. -ινος [[aus Linsen bereitet]] mit -ινᾶς m. [[Verkäufer von Linsenprodukten]], [[φακινοπώλιον]] n. [[Laden mit Linsenprodukten]] (Pap. u.a.), 3. -ώδης [[linsenartig]], [[voll linsenartiger Flecke]] (Hp. u.a.). -ωτός [[linsenförmig]] (Mediz.), -ώσεις f. pl. ‘Sommersprossen- bildungen’ (Heph. Astr.). Auch 4. [[φακέα]] (Epich.), [[φακῆ]] (Ar., hell. u. sp.) f. [[Linsengericht]], [[Linsensuppe]]; [[φακεψός]], [[φακηψός]] m. ‘Linsen(suppen)kocher’ (: [[φακός]], [[φακῆ]]; hell. u. sp. Pap.). 5. Spottname Φακᾶς m. (Suid. s. Διοσκορίδης). — Zu [[ἀφάκη]] s. bes.<br />'''Etymology''': Kulturwort unsicheren Ursprungs. Lautlich deckt sich [[φακός]] mit dem auch begrifflich nahestehenden alban. Wort für Saubohne’, ''bathë'' (idg. *''bhaḱā''). Zum Ausgang vgl. [[ἄρακος]]; die Anfangssilbe findet sich auch in den reduplizierten lat. ''faba'' (idg. *''bhabhā''), russ. ''bob'', apreuß. ''babo'' [[Bohne]] wieder. Hypothesen über den etwaigen Zusammenhang m. reicher Lit. bei WP. 2, 131, Pok. 106, W.-Hofmann und Vasmer s.vv. Zu den idg. Benennungen der Linse Schrader-Nehring Reallex. 2, 13. — Vgl. [[φάσηλος]].<br />'''Page''' 2,985 | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=ὁ (=τό φυτό καί ὁ [[καρπός]] τῆς φακῆς). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. | |||
}} | }} |