3,274,216
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
(38 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omalos | |Transliteration C=omalos | ||
|Beta Code=o(malo/s | |Beta Code=o(malo/s | ||
|Definition= | |Definition=ὁμαλή, ὁμαλόν, ([[ὁμός]], [[ἅμα]]) of a [[surface]],<br><span class="bld">A</span> [[even]], [[level]], οἱ δ' ὁμαλὸν ποίησαν Od.9.327: freq. in Prose, opp. [[τραχύς]], X.''An.''4.6.12, cf. ''SIG''996.32 (Smyrna), etc.; <b class="b3">ἐν τῷ ὁμαλῷ, ἐς τὸ ὁμαλόν</b>, on (to) [[level ground]], Th.5.65, X. ''An.''4.2.16: Sup. [[ὁμαλώτατον]] Th.4.31, cf. Hp.Aër.13; <b class="b3">λεῖον καὶ ὁμαλόν… σῶμα ἐποίησε</b> [[smooth]] and [[even]], Pl.''Ti.''34b.<br><span class="bld">2</span> [[uniform]] in consistency, of a sediment, Hp.''Prog.''12, cf. ''Judic.''3, Gal.9.605.<br><span class="bld">3</span> of sound, φωνὴ ὁμαλὴ καὶ λεία Pl.''Ti.''67b, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''581a19.<br><span class="bld">4</span> [[even]], [[equable]], κατάτασις δικαίη καὶ ὁ. Hp.''Fract.''30; of motion, Arist.''Ph.''223a1, etc.; [[δίνη]] Epicur.''Ep.''2p.53U.; <b class="b3">τὸ ὁμαλὸν καὶ σύμμετρον</b>, opp. <b class="b3">τὸ ἄκρατον</b>, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]'' 773a; [[τὸ ὁμαλόν]] = [[consistency]], of [[ἦθος]], Arist.''Po.''1454a26. Adv. [[ὁμαλῶς]], [[ἀνώμαλος]] = [[regularly]] [[irregular]], ib.a27.<br><span class="bld">5</span> of circumstances, [[on a level]], [[equal]], ὁμαλώτεραι ἂν αἱ οὐσίαι εἶεν Id.''Pol.''1309a25; ὁμαλὸς ὁ [[γάμος]] = [[marriage]] [[with an equal]], [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''901 (lyr.); ὁ. ἔρωτες Theoc.12.10; <b class="b3">ἀλλάλοις ὁμαλοί</b> [[on a level with]] one another, [[equal]], Id.15.50, cf. Erinn.4.2; ὁ. βίος ''IG''14.463. Adv. [[ὁμαλῶς]], ἡ δίαιθ' ὁμαλῶς διάκειται is [[equable]], Critias 6.25.<br><span class="bld">6</span> [[not remarkable]], [[middling]], [[average]], ὁμαλὸς [[στρατιώτης]] an [[ordinary]] [[sort]] of [[soldier]], Theoc.14.56.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[ὁμαλῶς]] (cf. supr. 1.4,5) [[evenly]], [[ἀλείφειν]] καὶ [[περιστέλλειν]] ὁμαλῶς Hp.''Acut.''17; <b class="b3">ὁμαλῶς βαίνειν</b> [[march]] [[in an even line]], Th.5.70; ὁμαλῶς προϊέναι X.''An.''1.8.14; ὁμαλῶς [[ῥίπτειν]], ὁμαλῶς [[σπείρειν]], Id.''Oec.''17.7, 20.3; [[κινεῖσθαι]] Arist.''Ph.''238a21, cf. Epicur.''Ep.''2pp.49,51 U.; [[εὐφραίνεσθαι]] Id.''Sent.Vat.''48.<br><span class="bld">2</span> on terms of [[equality]], ὁμαλῶς [[βιῶναι]] Isoc.4.151; <b class="b3">πραγμάτων ὁμαλῶς πάντων</b> of all [[alike]], Plu.''Per.''6; <b class="b3">πάντες ὁμαλῶς</b> ib.10, etc.; ὁ. πανταχοῦ Damox.2.30.—Cf. [[ὁμαλής]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0329.png Seite 329]] ([[ὁμός]]), gleich, eben, glatt; οἱ δ' ὁμαλὸν ποίησαν, Od. 9, 327; übertr., gleichmäßig, gut, oder mittelmäßig, ohne vorzüglich gut, aber auch ohne schlecht zu sein, ὁμαλὸς ὁ [[γάμος]] [[ἄφοβος]], Aesch. Prom. 903; vgl. Theocr. 15, 50. – In eigtl. Bdtg meist in Prosa; τὸ ὁμαλώτατον, Thuc. 4, 31; ἐν τῷ ὁμαλῷ τὴν μάχην ποιεῖσθαι, in der Ebene, 5, 65; ὁμαλῶς μετὰ ῥυθμοῦ βαίνειν, im gleichmäßigen, ruhigen Schritt, 5, 70, wie Xen. An. 1, 8, 14 τὸ [[στράτευμα]] ὁμαλῶς προῄει sagt; vom Wege, im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0329.png Seite 329]] ([[ὁμός]]), gleich, eben, glatt; οἱ δ' ὁμαλὸν ποίησαν, Od. 9, 327; übertr., gleichmäßig, gut, oder mittelmäßig, ohne vorzüglich gut, aber auch ohne schlecht zu sein, ὁμαλὸς ὁ [[γάμος]] [[ἄφοβος]], Aesch. Prom. 903; vgl. Theocr. 15, 50. – In eigtl. Bdtg meist in Prosa; τὸ ὁμαλώτατον, Thuc. 4, 31; ἐν τῷ ὁμαλῷ τὴν μάχην ποιεῖσθαι, in der Ebene, 5, 65; ὁμαλῶς μετὰ ῥυθμοῦ βαίνειν, im gleichmäßigen, ruhigen Schritt, 5, 70, wie Xen. An. 1, 8, 14 τὸ [[στράτευμα]] ὁμαλῶς προῄει sagt; vom Wege, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von τραχεῖα, 4, 6, 12; Sp., [[νῆσος]], Antiphil. 28 (IX, 413); Plat. vrbdt es mit ξύμμετρον im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ἄκρατος]], Legg. VI, 773 a; καὶ λεῖον [[σῶμα]], Tim. 34 b; Sp.; auch adv., ὁμαλῶς βιῶναι, Isocr. 4, 151, von einem ruhigen, eingezogenen Leben, οὐ κοινῶς οὐδὲ πολιτικῶς; u. so auch Plut. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[uni]], [[qui offre une surface égale]] : [[ἐν ὁμαλῷ]] THC [[en plaine]];<br /><b>2</b> <i>fig.</i> [[en état d'union]] <i>ou</i> [[en état de concorde]];<br /><i>Sp.</i> ὁμαλώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], cf. <i>lat.</i> [[similis]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμᾰλός:'''<br /><b class="num">1</b> [[равнинный]], [[ровный]] (''[[sc.]]'' [[ὁδός]] Xen.; νῆος Anth.);<br /><b class="num">2</b> [[ровный]], [[гладкий]] ([[σῶμα]] Plat.);<br /><b class="num">3</b> [[ровный]], [[равномерный]] ([[φωνή]] Plat.; [[κίνησις]] Arst.);<br /><b class="num">4</b> [[равный]] ([[γάμος]] Aesch.; αἱ οὐσίαι Arst.);<br /><b class="num">5</b> [[средний]], [[посредственный]] (ἀσπιδιώτας Theocr.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμᾰλός''': -ή, -όν, ([[ὁμός]], ἅμα)· ἐπὶ ἐπιφανείας, «[[ἴσος]]», [[ἐπίπεδος]], οἱ δ’ ὁμαλὸν ποίησαν Ὀδ. Ι. 327· συχνὸν παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις, ἀντίθ. τῷ [[τραχύς]], Ξεν. Ἀν. 4. 6, 12· ἐν τῷ ὁμαλῷ, ἐπὶ ὁμαλοῦ ἐδάφους, Θουκ. 5.65· ὁμαλώτατον ὁ αὐτ. 5. 31, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 16· λεῖον καὶ ὁμ. ... [[σῶμα]] ἐποίησε Πλάτ. Τίμ. 34Β. 2) ἐπὶ ἤχου, φωνὴ ὁμαλὴ καὶ [[λεία]] [[αὐτόθι]] 67Β, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 3. 3) [[ἴσος]], [[ἰσόρροπος]], [[κατάστασις]] δικαίη καὶ ὁμ. Ἱππ. 772Α· ἐπὶ κινήσεως, Ἀριστ. Φυσ. 4. 14, 1, κτλ.· τὸ ὁμ. καὶ ξύμμετρον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄκρατον, Πλάτ. Νόμ. 773Α· τὸ ὁμαλόν, [[εὐστάθεια]], ἐπὶ ἤθους, Ἀριστ. Ποιητ. 15. 5, [[οὕτως]], [[ὁμαλῶς]] [[ἀνώμαλος]], κανονικῶς, τακτικῶς [[ἀνώμαλος]], καὶ τὸ ἀνώμαλον [[ἦθος]] [[ὁμαλῶς]] ἀνώμαλον δεῖ [[εἶναι]] [[αὐτόθι]] 15, 6. 4) ἐπὶ περιστάσεων, ἐπὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] ἐπιπέδου, κανονικαί· ὁμαλώτεραι ἂν αἱ οὐσίαι [[εἶεν]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 8, 20· ὁμαλὸς [[γάμος]], ὁ | |lstext='''ὁμᾰλός''': -ή, -όν, ([[ὁμός]], [[ἅμα]])· ἐπὶ ἐπιφανείας, «[[ἴσος]]», [[ἐπίπεδος]], οἱ δ’ ὁμαλὸν ποίησαν Ὀδ. Ι. 327· συχνὸν παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις, ἀντίθ. τῷ [[τραχύς]], Ξεν. Ἀν. 4. 6, 12· ἐν τῷ ὁμαλῷ, ἐπὶ ὁμαλοῦ ἐδάφους, Θουκ. 5.65· ὁμαλώτατον ὁ αὐτ. 5. 31, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 16· λεῖον καὶ ὁμ. ... [[σῶμα]] ἐποίησε Πλάτ. Τίμ. 34Β. 2) ἐπὶ ἤχου, φωνὴ ὁμαλὴ καὶ [[λεία]] [[αὐτόθι]] 67Β, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 3. 3) [[ἴσος]], [[ἰσόρροπος]], [[κατάστασις]] δικαίη καὶ ὁμ. Ἱππ. 772Α· ἐπὶ κινήσεως, Ἀριστ. Φυσ. 4. 14, 1, κτλ.· τὸ ὁμ. καὶ ξύμμετρον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄκρατον, Πλάτ. Νόμ. 773Α· τὸ ὁμαλόν, [[εὐστάθεια]], ἐπὶ ἤθους, Ἀριστ. Ποιητ. 15. 5, [[οὕτως]], [[ὁμαλῶς]] [[ἀνώμαλος]], κανονικῶς, τακτικῶς [[ἀνώμαλος]], καὶ τὸ ἀνώμαλον [[ἦθος]] [[ὁμαλῶς]] ἀνώμαλον δεῖ [[εἶναι]] [[αὐτόθι]] 15, 6. 4) ἐπὶ περιστάσεων, ἐπὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] ἐπιπέδου, κανονικαί· ὁμαλώτεραι ἂν αἱ οὐσίαι [[εἶεν]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 8, 20· ὁμαλὸς [[γάμος]], ὁ μετὰ ὁμοίου, τῆς αὐτῆς τάξεως, Αἰσχύλ. Πρ. 901· ὁμαλοὶ ἔρωτες Θεόκρ. 12. 10· ἀλλάλοις ὁμαλοί, ἴσοι, ὅμοιοι, ὁ αὐτ. 15. 50, πρβλ. Ἤρινναν 3. 2· ὁμαλὸς [[βίος]] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 735. 5) [[συνήθης]], [[κοινός]], ὁμ. [[στρατιώτης]] Θεόκρ. 14. 56. ΙΙ. Ἐπίρρ. [[ὁμαλῶς]], κατὰ τρόπον ὁμαλόν, ὁμαλ. ἀλείφειν Ἱππ. 399. 19· ὁμ. βαίνειν, βαδίζειν ἐν γραμμῇ ὁμαλῇ, Θουκ. 5. 70· ὁμ. προϊέναι Ξεν. Ἀν. 1.8, 14· ὁμ. ῥίπτειν, σπείρειν ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 17. 7, 20· 3· ὁμ. κινεῖσθαι Ἀριστ. Φυσ. 6. 7, 6. 2) ἐπὶ ἰσότητος, μετριότητος, κττ., ὁμ. βιῶναι Ἰσοκρ. 72Β πραγμάτων ὁμ. ἁπάντων, πάντων ἐξ ἴσου, Πλουτ. Περικλ. 6· πάντες ὁμ. [[αὐτόθι]] 10, κτλ.· ὁ χυμὸς [[ὁμαλῶς]] [[πανταχοῦ]] συνίσταται Δαμόξενος ἐν «Συντρόφοις» 1. 30. - Ἴδε ἐν λέξ. [[ὁμαλής]]. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 169. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ὁμᾰλός | |sltr=<b>ὁμᾰλός</b> [[level]]; [[uninterrupted]] ἂν εὐχοίμαν εὐτυχίαν τετάσθαι ὁμαλὸν χρόνον Παρθ. 1. 14. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὁμαλός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για [[επιφάνεια]]) αυτός που δεν έχει εσοχές ή εξοχές, που δεν παρουσιάζει ανομοιομορφίες ή ανωμαλίες, [[επίπεδος]]<br /><b>2.</b> (για [[κίνηση]]) [[ομοιόμορφος]], [[συμμετρικός]] («ὁμαλὴ [[αἰώρησις]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> απαλλαγμένος από περιπέτειες και διαταραχές, [[ήρεμος]]<br />(α. «[[ομαλός]] [[ποδοσφαιρικός]] [[αγώνας]]» β. «τήν τε κατάστασιν δικαίην παρέχοι καὶ ὁμαλήν», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> [[κανονικός]], [[συνηθισμένος]] («ὁμαλὸν ἤσκησεν βίον», Κλημ. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> ο [[σύμφωνος]] με τους γραμματικούς και τους συντακτικούς κανόνες («ομαλή [[κλίση]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει ανώμαλες σεξουαλικές ορέξεις, [[φυσιολογικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ανώμαλο<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ομαλά</i><br />με ομαλό τρόπο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ομαλή [[κίνηση]]»<br />(φυσ.-τεχνολ.) [[κίνηση]] [[κατά]] την οποία η [[ταχύτητα]] του κινητού έχει σταθερό [[μέτρο]], δηλ. μηδενική [[επιτάχυνση]], και η οποία διακρίνεται σε ευθύγραμμη, όταν η [[διεύθυνση]] της ταχύτητας [[είναι]] σταθερή, και σε καμπυλόγραμμη<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ομαλό</i>(<i>ν</i>)<br />[[σύμβολο]] της βυζαντινής παρασημαντικής, σημαντόφωνο ποιότητας που υποδεικνύει στον ψάλτη-ερμηνευτή να εκτελέσει έναν τραχύ λαρυγγισμό [[κατά]] την [[εκφορά]] ενός φθόγγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[υποστάθμη]]) [[ομοιόμορφος]] ως [[προς]] τη [[σύσταση]]<br /><b>2.</b> (για ήχο φωνής) [[μαλακός]], [[απαλός]] («τὴν δὲ [φωνὴν] ὁμαλήν τε καὶ λείαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τον έρωτα) απαλλαγμένος από έριδες («εἴθ' ὁμαλοὶ πνεύσειαν ἐπ' ἀμφοτέροισιν Ἔρωτες νῶϊν», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που δεν έχει [[τίποτε]] το αξιοσημείωτο, [[συνήθης]], [[κοινός]] («[[οὔτε]] [[κάκιστος]], [[οὔτε]] πρᾱτος [[ἴσως]], ὁμαλὸς δὲ τις ὁ στρατιώτας», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[περιουσία]]) [[ίσος]] σε [[ποσότητα]], [[ισόποσος]] («ὁμαλώτεραι ἅν αἱ οὐσίαι [[εἶεν]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που προέρχεται από την [[ίδια]] κοινωνική [[τάξη]], όμοιος κοινωνικά («ἐμοὶ δ' ὅτῳ μὲν ὁμαλὸς ὁ [[γάμος]], [[ἄφοβος]] [οὐ [[δέδια]]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) επίπεδο [[έδαφος]], [[πεδιάδα]], [[ίσωμα]] («καὶ ἐν τῷ ὁμαλῷ τὴν μάχην | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὁμαλός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για [[επιφάνεια]]) αυτός που δεν έχει εσοχές ή εξοχές, που δεν παρουσιάζει ανομοιομορφίες ή ανωμαλίες, [[επίπεδος]]<br /><b>2.</b> (για [[κίνηση]]) [[ομοιόμορφος]], [[συμμετρικός]] («ὁμαλὴ [[αἰώρησις]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> απαλλαγμένος από περιπέτειες και διαταραχές, [[ήρεμος]]<br />(α. «[[ομαλός]] [[ποδοσφαιρικός]] [[αγώνας]]» β. «τήν τε κατάστασιν δικαίην παρέχοι καὶ ὁμαλήν», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> [[κανονικός]], [[συνηθισμένος]] («ὁμαλὸν ἤσκησεν βίον», Κλημ. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> ο [[σύμφωνος]] με τους γραμματικούς και τους συντακτικούς κανόνες («ομαλή [[κλίση]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει ανώμαλες σεξουαλικές ορέξεις, [[φυσιολογικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ανώμαλο<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ομαλά</i><br />με ομαλό τρόπο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ομαλή [[κίνηση]]»<br />(φυσ.-τεχνολ.) [[κίνηση]] [[κατά]] την οποία η [[ταχύτητα]] του κινητού έχει σταθερό [[μέτρο]], δηλ. μηδενική [[επιτάχυνση]], και η οποία διακρίνεται σε ευθύγραμμη, όταν η [[διεύθυνση]] της ταχύτητας [[είναι]] σταθερή, και σε καμπυλόγραμμη<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ομαλό</i>(<i>ν</i>)<br />[[σύμβολο]] της βυζαντινής παρασημαντικής, σημαντόφωνο ποιότητας που υποδεικνύει στον ψάλτη-ερμηνευτή να εκτελέσει έναν τραχύ λαρυγγισμό [[κατά]] την [[εκφορά]] ενός φθόγγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[υποστάθμη]]) [[ομοιόμορφος]] ως [[προς]] τη [[σύσταση]]<br /><b>2.</b> (για ήχο φωνής) [[μαλακός]], [[απαλός]] («τὴν δὲ [φωνὴν] ὁμαλήν τε καὶ λείαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τον έρωτα) απαλλαγμένος από έριδες («εἴθ' ὁμαλοὶ πνεύσειαν ἐπ' ἀμφοτέροισιν Ἔρωτες νῶϊν», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που δεν έχει [[τίποτε]] το αξιοσημείωτο, [[συνήθης]], [[κοινός]] («[[οὔτε]] [[κάκιστος]], [[οὔτε]] πρᾱτος [[ἴσως]], ὁμαλὸς δὲ τις ὁ στρατιώτας», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[περιουσία]]) [[ίσος]] σε [[ποσότητα]], [[ισόποσος]] («ὁμαλώτεραι ἅν αἱ οὐσίαι [[εἶεν]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που προέρχεται από την [[ίδια]] κοινωνική [[τάξη]], όμοιος κοινωνικά («ἐμοὶ δ' ὅτῳ μὲν ὁμαλὸς ὁ [[γάμος]], [[ἄφοβος]] [οὐ [[δέδια]]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) επίπεδο [[έδαφος]], [[πεδιάδα]], [[ίσωμα]] («καὶ ἐν τῷ ὁμαλῷ τὴν μάχην ποιεῖσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[συμμετρία]], [[κανονικότητα]] («τὸ ὁμαλὸν καὶ σύμμετρον», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) (για [[ήθος]]) [[συνέπεια]], [[ευστάθεια]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «καθ' ὁμαλοῦ» <br />α) με όμοιο τρόπο<br />β) επί [[πλέον]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομαλώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ [[ὁμαλῶς]])<br />με ομαλό τρόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br />σύμφωνα με τους γραμματικούς κανόνες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[εξίσου]] («τῶν μὲν ὅπλων ἅπαντες [[ὁμαλῶς]] ἐστερήθησαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />με [[ισομετρία]], με [[ομοιομορφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ομός]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμᾰλός:''' -ή, -όν ([[ὁμός]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για [[επιφάνεια]], [[επίπεδος]], [[ισόπεδος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· <i>ἐν τῷ ὁμαλῷ</i>, σε ομαλό [[έδαφος]], σε Θουκ.· <i>ὁμαλώτατον</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για περιστάσεις, αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο, [[ισοδύναμος]], [[κανονικός]], [[ισόσταθμος]], ὁμαλὸς ὁ [[γάμος]], [[γάμος]] με [[άτομο]] της ίδιας κοινωνικής τάξης, σε Αισχύλ.· <i>ὁμαλοὶ ἔρωτες</i>, σε Θεόκρ.· <i>ἀλλάλοις ὁμαλοί</i>, στο ίδιο επίπεδο [[μεταξύ]] τους, ισοδύναμοι, όμοιοι, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που ανήκει στον [[μέσο]] όρο, [[συνήθης]], [[κοινός]], ὁμαλὸς [[στρατιώτης]], [[τυπικό]] είδος στρατιώτη, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίρρ. [[ὁμαλῶς]], ευθυγραμμισμένα, ομαλά, [[ὁμαλῶς]] βαίνειν, [[βάδισμα]] σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], σε Θουκ.· [[ὁμαλῶς]] προϊέναι, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> ομοιόμορφα, [[εξίσου]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ὁμᾰλός:''' -ή, -όν ([[ὁμός]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για [[επιφάνεια]], [[επίπεδος]], [[ισόπεδος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· <i>ἐν τῷ ὁμαλῷ</i>, σε ομαλό [[έδαφος]], σε Θουκ.· <i>ὁμαλώτατον</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για περιστάσεις, αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο, [[ισοδύναμος]], [[κανονικός]], [[ισόσταθμος]], ὁμαλὸς ὁ [[γάμος]], [[γάμος]] με [[άτομο]] της ίδιας κοινωνικής τάξης, σε Αισχύλ.· <i>ὁμαλοὶ ἔρωτες</i>, σε Θεόκρ.· <i>ἀλλάλοις ὁμαλοί</i>, στο ίδιο επίπεδο [[μεταξύ]] τους, ισοδύναμοι, όμοιοι, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που ανήκει στον [[μέσο]] όρο, [[συνήθης]], [[κοινός]], ὁμαλὸς [[στρατιώτης]], [[τυπικό]] είδος στρατιώτη, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίρρ. [[ὁμαλῶς]], ευθυγραμμισμένα, ομαλά, [[ὁμαλῶς]] βαίνειν, [[βάδισμα]] σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], σε Θουκ.· [[ὁμαλῶς]] προϊέναι, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> ομοιόμορφα, [[εξίσου]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[equal]], [[level]], [[smooth]] (ι 327).<br />Other forms: | |etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[equal]], [[level]], [[smooth]] (ι 327).<br />Other forms: [[ὁμαλής]] <b class="b2">id.</b> (Pl., X., Arist.; innovation, Schwyzer 513).<br />Compounds: As 2. member e.g. in <b class="b3">ἀν-ώμαλος</b> [[unequal]] (IA.; comp. length.).<br />Derivatives: <b class="b3">ὁμαλ-ότης</b>, <b class="b3">-ητος</b> f. [[equality]], [[even surface]] (Pl., Arist.), <b class="b3">-εύς</b> m. [[leveller]] (who levels the bottom of the acker, pap. IIIa; Mayser I: 3, 15). Denominative Verbs: 1. <b class="b3">ὁμαλ-ίζω</b>, also w. <b class="b3">δι-</b>, <b class="b3">ἐξ-</b> a.o., [[to level]], [[to balance]] (X., Arist.) with <b class="b3">ὁμαλ-ισμός</b> m. [[levelling]] (LXX, S.E.), <b class="b3">-ιξις</b> f. [[levelling]] (Delph., Didyma, <b class="b3">-ιστῆρες</b> m. pl. [[instruments for levelling]] (Gloss.), <b class="b3">-ιστρον</b> H.; hardky to [[λίστρον]]. 2. <b class="b3">ὁμαλ-ύνω</b>, also w. <b class="b3">δι-</b>, <b class="b3">προ-</b>, <b class="b3">συν-</b>, [[to make equal]], [[to make level]] (Hp., Pl., Arist.; Fraenkel Denom. 36f.) with <b class="b3">-υντικός</b> [[equational]] (Gal.). 3. <b class="b3">*ἀν-ομαλ-όω</b> in <b class="b3">ἀνομάλω-σις</b> f. [[equalisation]] (Arist.).<br />Origin: IE [Indo-European] [902] <b class="b2">*somh₂(e)lo-</b> [[level]], [[smooth]]<br />Etymology: Identical with Lat. [[similis]] [[similar]] (if [[-lis]] < [[-los]]) in formation; in any case with [[o]] -ablaut from the [[l-]]stem in Lat. [[semel]] [[once]], Goth. [[simle]] [[one time]] = [[once]] etc.; beside it an [[n-]]stem in Germ., e.g. OWNo. [[saman]] <b class="b2">together etc.</b> (Benveniste Origines 43). Arm. [[amol]] [[harnessed pair of cows]] (Adontz Mél. Boisacq 1, 10) must remain far for its meaning, cf. Dumézil BSL 39, 241 f. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 42: | Line 42: | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''ὁμαλός''': {homalós}<br />'''Forms''': [[ὁμαλής]] ib. (Pl., X., Arist. usw.; Neubildung, Schwyzer 513);<br />'''Meaning''': [[gleich]], [[eben]], [[glatt]] (seit ι 327),<br />'''Composita''' : als Hinterglied z.B. in [[ἀνώμαλος]] [[ungleich]] (ion. att.; komp. Dehnung).<br />'''Derivative''': Davon [[ὁμαλότης]], -ητος f. [[Gleichheit]], [[ebene Fläche]] (Pl., Arist. u.a.), -εύς m. "Gleichmacher" (der den Ackerboden ebnet, Pap. III<sup>a</sup>; Mayser I: 3, 15). Denominative Verba: 1. [[ὁμαλίζω]], auch m. δι-, ἐξ- u.a., [[gleich machen]], [[ausgleichen]] (X., Arist. usw.) mit [[ὁμαλισμός]] m. [[das Gleichmachen]] (LXX, S.E. u.a.), -ιξις f. [[das Ebnen]] (Delph., Didyma, -ιστῆρες m. pl. [[Geräte zum Ebnen]] (''Gloss''.), -ιστρον H. s. [[λίστρον]]. 2. [[ὁμαλύνω]], auch m. δι-, προ-, συν-, ‘gleich(mäßig) machen’ (Hp., Pl., Arist. u.a.; Fraenkel Denom. 36f.) mit -υντικός [[ausgleichend]] (Gal.). 3. *ἀνομαλόω in [[ἀνομάλωσις]] f. [[GIeichmachung]] (Arist.).<br />'''Etymology''' : Mit lat. ''similis'' [[ähnlich]] (wenn -''lis'' aus -''los'') der Bildung nach uridentisch; jedenfalls mit ''o'' -Abtönung von dem ''l''-Stamm in lat. ''semel'' [[einmal]], got. ''simle'' [[einmal]] = [[einst]] usw.; daneben ein ''n''-Stamm in germ., z.B. awno. ''saman'' [[zusammen]] (Benveniste Origines 43). Arm. ''amol'' [[angespanntes Rinderpaar]] (Adontz Mél. Boisacq 1, 10) bleibt schon wegen der Bed. fern, vgl. Dumézil BSL 39, 241 f. (mit unwahrscheinlicher Erklärung des arm. Wortes; vgl. zu [[πῶλος]]).<br />'''Page''' 2,384 | |ftr='''ὁμαλός''': {homalós}<br />'''Forms''': [[ὁμαλής]] ib. (Pl., X., Arist. usw.; Neubildung, Schwyzer 513);<br />'''Meaning''': [[gleich]], [[eben]], [[glatt]] (seit ι 327),<br />'''Composita''' : als Hinterglied z.B. in [[ἀνώμαλος]] [[ungleich]] (ion. att.; komp. Dehnung).<br />'''Derivative''': Davon [[ὁμαλότης]], -ητος f. [[Gleichheit]], [[ebene Fläche]] (Pl., Arist. u.a.), -εύς m. "Gleichmacher" (der den Ackerboden ebnet, Pap. III<sup>a</sup>; Mayser I: 3, 15). Denominative Verba: 1. [[ὁμαλίζω]], auch m. δι-, ἐξ- u.a., [[gleich machen]], [[ausgleichen]] (X., Arist. usw.) mit [[ὁμαλισμός]] m. [[das Gleichmachen]] (LXX, S.E. u.a.), -ιξις f. [[das Ebnen]] (Delph., Didyma, -ιστῆρες m. pl. [[Geräte zum Ebnen]] (''Gloss''.), -ιστρον H. s. [[λίστρον]]. 2. [[ὁμαλύνω]], auch m. δι-, προ-, συν-, ‘gleich(mäßig) machen’ (Hp., Pl., Arist. u.a.; Fraenkel Denom. 36f.) mit -υντικός [[ausgleichend]] (Gal.). 3. *ἀνομαλόω in [[ἀνομάλωσις]] f. [[GIeichmachung]] (Arist.).<br />'''Etymology''' : Mit lat. ''similis'' [[ähnlich]] (wenn -''lis'' aus -''los'') der Bildung nach uridentisch; jedenfalls mit ''o'' -Abtönung von dem ''l''-Stamm in lat. ''semel'' [[einmal]], got. ''simle'' [[einmal]] = [[einst]] usw.; daneben ein ''n''-Stamm in germ., z.B. awno. ''saman'' [[zusammen]] (Benveniste Origines 43). Arm. ''amol'' [[angespanntes Rinderpaar]] (Adontz Mél. Boisacq 1, 10) bleibt schon wegen der Bed. fern, vgl. Dumézil BSL 39, 241 f. (mit unwahrscheinlicher Erklärung des arm. Wortes; vgl. zu [[πῶλος]]).<br />'''Page''' 2,384 | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[flat]], [[level]] | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ἴσιος]], [[συνηθισμένος]]). Ἀπό τό [[ὁμός]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὁμαλίζω]] (=[[ἰσοπεδώνω]]), [[ὁμαλισμός]], [[ὁμαλιστέον]], [[ὁμαλιστήρ]], [[ὁμαλής]], [[ὁμαλῶς]], [[ὁμαλότης]], [[ὁμαλύνω]], ἐξομάλυνσις, καί γιά ἄλλα παράγωγα δές στό [[ὁμός]]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[even]]=== | |||
Afrikaans: vlak; Arabic: مُسَطَّح, مُنبَسِط; Armenian: հարթ, հավասար; Bashkir: тигеҙ; Belarusian: роўны; Bulgarian: равен; Catalan: pla; Chinese Mandarin: 平坦; Czech: rovný; Danish: jævn; Dutch: [[vlak]], [[vlakke]], [[gelijk]], [[gelijke]]; Esperanto: ebena; Faroese: javnur; Finnish: tasainen; French: [[plat]]; Friulian: plan, plac; German: [[eben]]; Gothic: 𐌹𐌱𐌽𐍃; Greek: [[επίπεδος]]; Ancient Greek: [[ὁμαλός]], [[ὁμαλής]]; Hungarian: egyenletes, sima, sík; Icelandic: jafn; Indonesian: rata; Irish: réidh; Italian: [[piano]]; Japanese: 平; Korean: 고르다; Latin: [[planus]]; Macedonian: рамен, рамномерен, мазен; Malay: rata; Maori: papatairite, paparite; Mongolian: тэгш; Occitan: plan, planièr, plat; Ottoman Turkish: دوز, طوغری, سوی; Polish: równy, gładki, płaski; Portuguese: [[plano]], [[nivelado]]; Romanian: plat; Romansch: guliv, uliv, anguliv, planiv, plàn, guleiv, gualiv; Russian: [[ровный]], [[гладкий]], [[плоский]]; Serbo-Croatian Cyrillic: раван; Roman: ravan; Slovak: rovný; Spanish: [[parejo]], [[llano]]; Swedish: jämn, flat, platt, slät, plan; Telugu: చదునైన; Ukrainian: рі́вний; Venetian: guałivo; Vietnamese: bằng phẳng, bằng | |||
}} | }} |