Anonymous

θελκτήριον: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
(CSV import)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thelktirion
|Transliteration C=thelktirion
|Beta Code=qelkth/rion
|Beta Code=qelkth/rion
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[charm]], [[spell]], of the girdle of Aphrodite, ἔνθα τέ οἱ θ. πάντα τέτυκτο <span class="bibl">Il.14.215</span>; of heroic lays, βροτῶν θελκτήρια <span class="bibl">Od.1.337</span>; <b class="b3">θεῶν θ</b>. <span class="bibl">8.509</span>; <b class="b3">πόνων θελκτήρια</b> [[means of lightening]] toil, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>670</span> (s. v.l.); <b class="b3">γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">Eu.</span>886</span>; <b class="b3">νεκροῖς θελκτήρια</b>, of offerings to the Manes, <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>166</span> (lyr.); <b class="b3">ψυχῆς θ</b>. <span class="bibl">Men. 559</span>.</span>
|Definition=τό, [[charm]], [[spell]], of the girdle of Aphrodite, ἔνθα τέ οἱ θ. πάντα τέτυκτο Il.14.215; of heroic lays, βροτῶν θελκτήρια Od.1.337; <b class="b3">θεῶν θ.</b> 8.509; <b class="b3">πόνων θελκτήρια</b> [[means of lightening]] toil, A.''Ch.''670 ([[si vera lectio|s. v.l.]]); <b class="b3">γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θ.</b> Id.''Eu.''886; <b class="b3">νεκροῖς θελκτήρια</b>, of offerings to the Manes, E.''IT''166 (lyr.); <b class="b3">ψυχῆς θ.</b> Men. 559.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] τό, Zaubermittel, Alles, was einen zauberhaften, wunderbaren Reiz hat, zauberhafte Gewalt auf die Gemüther ausübt; vom Zaubergürtel der Aphrodite, [[ἔνθα]] δέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο, Il. 14, 215; π ολλὰ γὰρ ἄλλα βροτῶν θελκτήρια [[οἶδας]], von Gesängen, Od. 1, 337; καὶ ἐάαν μέγ' [[ἄγαλμα]] θεῶν [[θελκτήριον]] εἶναι, was die Götter erfreu't, gewinnt, 8, 509; γλώσσης ἐμῆς [[μείλιγμα]] καὶ [[θελκτήριον]] Aesch. Eum. 846; πόνων θελκτήρια, Linderungsmittel, Ch. 659; Nic. Ti. 865; von den Todtenopfern, ἃ νεκροῖς θελκτήρια κεῖται, Eur. I. T. 166. Eigtl. neutr. von
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] τό, Zaubermittel, Alles, was einen zauberhaften, wunderbaren Reiz hat, zauberhafte Gewalt auf die Gemüther ausübt; vom Zaubergürtel der Aphrodite, [[ἔνθα]] δέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο, Il. 14, 215; π ολλὰ γὰρ ἄλλα βροτῶν θελκτήρια [[οἶδας]], von Gesängen, Od. 1, 337; καὶ ἐάαν μέγ' [[ἄγαλμα]] θεῶν [[θελκτήριον]] εἶναι, was die Götter erfreu't, gewinnt, 8, 509; γλώσσης ἐμῆς [[μείλιγμα]] καὶ [[θελκτήριον]] Aesch. Eum. 846; πόνων θελκτήρια, Linderungsmittel, Ch. 659; Nic. Ti. 865; von den Todtenopfern, ἃ νεκροῖς θελκτήρια κεῖται, Eur. I. T. 166. Eigtl. neutr. von
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> [[charme magique]], [[enchantement]];<br /><b>2</b> [[moyen d'apaiser]] : βροτῶν θελκτήρια OD chants qui charment l'esprit des mortels ; [[θεῶν]] [[θελκτήριον]] OD offrande propre à apaiser les dieux ; νεκροῖς [[θελκτήριον]] EUR offrandes pour apaiser les mânes ; πόνων θελκτήρια ESCHL adoucissement aux fatigues.<br />'''Étymologie:''' [[θέλγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θελκτήριον:''' τό<br /><b class="num">1</b> [[чары]], [[очарование]], [[услада]] (βροτῶν Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[средство успокоить]], [[умилостивительный дар]] ([[θεῶν]] Hom.; νεκροῖς Eur.);<br /><b class="num">3</b> [[средство облегчить]], [[облегчение]] (πόνων Aesch.);<br /><b class="num">4</b> [[умение успокоить]], [[способность утешить]], [[обаяние]] (τῆς γλώσσης Aesch.);<br /><b class="num">5</b> [[успокоение]], [[утоление]] (ψυχῆς Men.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θελκτήριον''': τό, = θέλγητρόν, [[θέλκτρον]], ἐπὶ τοῦ κεστοῦ τῆς Ἀφροδίτης, [[ἔνθα]] τέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο Ἰλ. Ξ. 215· ἐπὶ ἡρωϊκῶν ᾀσμάτων, βροτῶν θελκτήρια Ὀδ. Α. 337· θεῶν [[θελκτήριον]], [[μέσον]] τέρπον, καταπραΰνον τοὺς θεούς, Θ. 509· πόνων θελκτήρια, μέσα πρὸς ἐλάφρυνσιν κόπων, Αἰσχύλ. Χο. 670· γλώσσης ἐμῆς [[μείλιγμα]] καὶ θ. ὁ αὐτ. Εὐμ. 886· νεκροῖς θελκτήρια, ἐπὶ ἐναγισμάτων προσφερομένων εἰς τὰς ψυχὰς τῶν τεθνεώτων, Εὐρ. Ι. Τ. 166· ψυχῆς θ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 23.
|lstext='''θελκτήριον''': τό, = θέλγητρόν, [[θέλκτρον]], ἐπὶ τοῦ κεστοῦ τῆς Ἀφροδίτης, [[ἔνθα]] τέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο Ἰλ. Ξ. 215· ἐπὶ ἡρωϊκῶν ᾀσμάτων, βροτῶν θελκτήρια Ὀδ. Α. 337· θεῶν [[θελκτήριον]], [[μέσον]] τέρπον, καταπραΰνον τοὺς θεούς, Θ. 509· πόνων θελκτήρια, μέσα πρὸς ἐλάφρυνσιν κόπων, Αἰσχύλ. Χο. 670· γλώσσης ἐμῆς [[μείλιγμα]] καὶ θ. ὁ αὐτ. Εὐμ. 886· νεκροῖς θελκτήρια, ἐπὶ ἐναγισμάτων προσφερομένων εἰς τὰς ψυχὰς τῶν τεθνεώτων, Εὐρ. Ι. Τ. 166· ψυχῆς θ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 23.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> charme magique, enchantement;<br /><b>2</b> moyen d’apaiser : βροτῶν θελκτήρια OD chants qui charment l’esprit des mortels ; [[θεῶν]] [[θελκτήριον]] OD offrande propre à apaiser les dieux ; νεκροῖς [[θελκτήριον]] EUR offrandes pour apaiser les mânes ; πόνων θελκτήρια ESCHL adoucissement aux fatigues.<br />'''Étymologie:''' [[θέλγω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θελκτήριον:''' ον ([[θέλγω]]), αυτός που γοητεύει, που μαγεύει, που σαγηνεύει, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">• [[θελκτήριον]]:</b> τό ([[θέλγω]]), [[ξόρκι]], [[θέλγητρο]], [[φυλαχτό]], λέγεται για τη [[ζώνη]] της Αφροδίτης, σε Ομήρ. Ιλ.· [[θεῶν]] [[θελκτήριον]], [[μέσο]] κατευνασμού των θεών, σε Ομήρ. Οδ.· <i>νεκροῖς θελκτήρια</i>, προσφορές στα πνεύματα των Νεκρών, σε Ευρ.
|lsmtext='''θελκτήριον:''' ον ([[θέλγω]]), αυτός που γοητεύει, που μαγεύει, που σαγηνεύει, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">• [[θελκτήριον]]:</b> τό ([[θέλγω]]), [[ξόρκι]], [[θέλγητρο]], [[φυλαχτό]], λέγεται για τη [[ζώνη]] της Αφροδίτης, σε Ομήρ. Ιλ.· [[θεῶν]] [[θελκτήριον]], [[μέσο]] κατευνασμού των θεών, σε Ομήρ. Οδ.· <i>νεκροῖς θελκτήρια</i>, προσφορές στα πνεύματα των Νεκρών, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''θελκτήριον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> чары, очарование, услада (βροτῶν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> средство успокоить, умилостивительный дар ([[θεῶν]] Hom.; νεκροῖς Eur.);<br /><b class="num">3)</b> средство облегчить, облегчение (πόνων Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> умение успокоить, способность утешить, обаяние (τῆς γλώσσης Aesch.);<br /><b class="num">5)</b> успокоение, утоление (ψυχῆς Men.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj