Anonymous

κόνδυλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κόνδῠλος''': ὁ, προέχων ἁρμὸς τοῦ δακτύλου, «κλείδωσις», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 3· ἐν τῷ πληθ., οἱ ἁρμοὶ τῶν δακτύλων, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780· [[ἐντεῦθεν]], ἡ κεκλεισμένη [[παλάμη]] τῆς χειρός, [[πυγμή]], «[[γρόνθος]]», ἡ «γροθιά», «μπουνιὰ»· κονδύλοις ἡρμοττόμην (ἴδε [[ἁρμόζω]] Ι. 4)· κονδύλοις νουθετεῖν τινα Ἀριστοφ. Σφ. 254· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἑνικ., [[αὐτόθι]] 1503· δοῦναι κόνδυλόν τινι Πλούτ. 2. 439D· κονδύλῳ καθικέσθαι τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 7, κτλ.· κονδύλοις πατάξαι, ἦτο ἀντίθετ. τῷ: ἐπὶ κόρρης ([[ῥάπισμα]] εἰς τὸ [[πρόσωπον]]), Δημ. 537, ἐν τέλ.· παροιμ., κολλύραν καὶ κόνδυλον [[ὄψον]] ἐπ’ αὐτῇ «κουλλοῦρι καὶ ξύλο διὰ προσφάγι», δηλ. «γερὸ ξύλο», Ἀριστοφ. Εἰρ. 123, [[ἔνθα]] Σχολ.· λόγον ἔχειν τοῦ κονδύλου προχειρότερον Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 1· νὴ τοὺς κονδύλους, μὰ τοὺς γρόνθους τούτους, κωμικὸς [[ὅρκος]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 411· πρβλ. [[κόλαφος]]. ΙΙ. [[καθόλου]], ὁ ἁρμὸς πάσης ἀρθρώσεως, [[οἷον]] τοῦ πήχεως, Γαλην. 12. 261, [[Πολυδ]]. Α΄, 141. ΙΙΙ. πᾶν σκληρὸν καὶ ὀστεῶδες [[ὄγκωμα]], ὡς τὸ [[κονδύλωμα]], Ἱππ. 1125Η, 1131D. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «κόνδοι· κεραῖαι, ἀστράγαλοι», ὀγκώματα, ὄγκοι).
|lstext='''κόνδῠλος''': ὁ, προέχων ἁρμὸς τοῦ δακτύλου, «κλείδωσις», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 3· ἐν τῷ πληθ., οἱ ἁρμοὶ τῶν δακτύλων, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780· [[ἐντεῦθεν]], ἡ κεκλεισμένη [[παλάμη]] τῆς χειρός, [[πυγμή]], «[[γρόνθος]]», ἡ «γροθιά», «μπουνιὰ»· κονδύλοις ἡρμοττόμην (ἴδε [[ἁρμόζω]] Ι. 4)· κονδύλοις νουθετεῖν τινα Ἀριστοφ. Σφ. 254· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἑνικ., [[αὐτόθι]] 1503· δοῦναι κόνδυλόν τινι Πλούτ. 2. 439D· κονδύλῳ καθικέσθαι τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 7, κτλ.· κονδύλοις πατάξαι, ἦτο ἀντίθετ. τῷ: ἐπὶ κόρρης ([[ῥάπισμα]] εἰς τὸ [[πρόσωπον]]), Δημ. 537, ἐν τέλ.· παροιμ., κολλύραν καὶ κόνδυλον [[ὄψον]] ἐπ’ αὐτῇ «κουλλοῦρι καὶ ξύλο διὰ προσφάγι», δηλ. «γερὸ ξύλο», Ἀριστοφ. Εἰρ. 123, [[ἔνθα]] Σχολ.· λόγον ἔχειν τοῦ κονδύλου προχειρότερον Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 1· νὴ τοὺς κονδύλους, μὰ τοὺς γρόνθους τούτους, κωμικὸς [[ὅρκος]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 411· πρβλ. [[κόλαφος]]. ΙΙ. [[καθόλου]], ὁ ἁρμὸς πάσης ἀρθρώσεως, [[οἷον]] τοῦ πήχεως, Γαλην. 12. 261, Πολυδ. Α΄, 141. ΙΙΙ. πᾶν σκληρὸν καὶ ὀστεῶδες [[ὄγκωμα]], ὡς τὸ [[κονδύλωμα]], Ἱππ. 1125Η, 1131D. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «κόνδοι· κεραῖαι, ἀστράγαλοι», ὀγκώματα, ὄγκοι).
}}
}}
{{bailly
{{bailly