Anonymous

πάππος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πάππος''': ὁ, (συγγενὲς τῷ [[πάππας]]) τοῦ πατρὸς ἢ τῆς μητρὸς [[πατήρ]], Ἡρόδ. 3. 55, Ἀριστοφ. Ἱππ. 447, Νεφ. 66, Ἀνδοκ. 24. 14· [[πάππος]] καὶ πάππου πατὴρ Πλάτ. Νόμ. 856D· π. ὁ πρὸς μητρὸς ἢ πατρὸς [[αὐτόθι]], πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1628, 3332, [[Πολυδ]]. Γ΄, 16, 18· - ἐν τῷ πληθ., οἱ πρόγονοι, Συλλ. Ἐπιγρ. 2837 b (σ. 1116)· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ παντὸς προγόνου, ἐπὶ πάππους δύο ἢ [[τρεῖς]] ἢ πλείους [ὁρίζεσθαι πολίτην] Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 2, 1· [[οὕτως]], εἰς τρίτον π. ἀναφέρειν τὸ γένος Διον. Ἁλ. 4. 47. 2) σατυρικὸν [[πρόσωπον]] ἐν κωμικῷ δράματι, [[ὡσαύτως]] Παπποσείληνος, Πρβλ. [[Πολυδ]]. Δ΄, 142, κ.ἑξ. ΙΙ. χνοῶδες λεπτοφυὲς τριχωτὸν καὶ ὅμοιον πτίλῳ [[ἐξάνθημα]] γιγνόμενον ἐπὶ τοῦ σπέρματος φυτῶν τινων, [[ὅπερ]] [[ὅταν]] ξηρανθῇ ἐκριπίζεται ὑπὸ ἀνέμων, ἢ [[γήρειον]] λευκῆς ἀκάνθης, γραίας ἀκάνθης π. Σοφ. Ἀποσπ. 748· π. ἀπ’ ἀκάνθης Εὔβουλος ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 19· ἐν τῷ πληθ., Θεοφρ. περὶ Σημείων ὑδάτ. κτλ. 2. 2, κτλ.· πρβλ. [[παπποσπέρματα]], ἴδε [[γήρειον]]. 2) αἱ πρῶται τρίχες τῶν γενείων, ἀντίθετον τῷ [[μύσταξ]], [[Πολυδ]]. Β΄, 80, Εὐστ. 1353. 57, Σουΐδ. ΙΙΙ. μικρὸν πτηνόν, ἄλλως [[ὑπολαΐς]], Αἰλ. π. Ζ. 3. 30· [[ἐντεῦθεν]] τὸ λογοπαίγνιον Ἀριστοφ. Ὄρν. 765, φυσάτω πάππους, παρ’ ἡμῖν, ἴδε Σχόλ.
|lstext='''πάππος''': ὁ, (συγγενὲς τῷ [[πάππας]]) τοῦ πατρὸς ἢ τῆς μητρὸς [[πατήρ]], Ἡρόδ. 3. 55, Ἀριστοφ. Ἱππ. 447, Νεφ. 66, Ἀνδοκ. 24. 14· [[πάππος]] καὶ πάππου πατὴρ Πλάτ. Νόμ. 856D· π. ὁ πρὸς μητρὸς ἢ πατρὸς [[αὐτόθι]], πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1628, 3332, Πολυδ. Γ΄, 16, 18· - ἐν τῷ πληθ., οἱ πρόγονοι, Συλλ. Ἐπιγρ. 2837 b (σ. 1116)· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ παντὸς προγόνου, ἐπὶ πάππους δύο ἢ [[τρεῖς]] ἢ πλείους [ὁρίζεσθαι πολίτην] Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 2, 1· [[οὕτως]], εἰς τρίτον π. ἀναφέρειν τὸ γένος Διον. Ἁλ. 4. 47. 2) σατυρικὸν [[πρόσωπον]] ἐν κωμικῷ δράματι, [[ὡσαύτως]] Παπποσείληνος, Πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 142, κ.ἑξ. ΙΙ. χνοῶδες λεπτοφυὲς τριχωτὸν καὶ ὅμοιον πτίλῳ [[ἐξάνθημα]] γιγνόμενον ἐπὶ τοῦ σπέρματος φυτῶν τινων, [[ὅπερ]] [[ὅταν]] ξηρανθῇ ἐκριπίζεται ὑπὸ ἀνέμων, ἢ [[γήρειον]] λευκῆς ἀκάνθης, γραίας ἀκάνθης π. Σοφ. Ἀποσπ. 748· π. ἀπ’ ἀκάνθης Εὔβουλος ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 19· ἐν τῷ πληθ., Θεοφρ. περὶ Σημείων ὑδάτ. κτλ. 2. 2, κτλ.· πρβλ. [[παπποσπέρματα]], ἴδε [[γήρειον]]. 2) αἱ πρῶται τρίχες τῶν γενείων, ἀντίθετον τῷ [[μύσταξ]], Πολυδ. Β΄, 80, Εὐστ. 1353. 57, Σουΐδ. ΙΙΙ. μικρὸν πτηνόν, ἄλλως [[ὑπολαΐς]], Αἰλ. π. Ζ. 3. 30· [[ἐντεῦθεν]] τὸ λογοπαίγνιον Ἀριστοφ. Ὄρν. 765, φυσάτω πάππους, παρ’ ἡμῖν, ἴδε Σχόλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly