Anonymous

σάκκος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σάκκος''': ἢ [[σάκος]], ὁ, ἴδε ἐν τέλ.· πρόστυχον [[ὕφασμα]] ἐκ τριχῶν [[μάλιστα]] δὲ ἐξ αἰγείων τριχῶν, Λατ. cilicium, [[σάκκος]] [[τρίχινος]] Ἀποκάλ. ς΄, 12, πρβλ. Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Ν΄, 3, Σειρὰχ ΚΕ΄, 17). ΙΙ. τὸ ἐκ τοιούτου ὑφάσματος πεποιημένον: 1) [[σάκκος]], [[σακκίον]], σάκκους τε ἐπ’ ἁμαξέων εὕρισκον Ἡροδ. 9. 80, Ἀριστοφ. Ἀχ. 745, Λυσ. 1211. 2) [[κόσκινον]] λεπτόν, «σῆττα», ἢ [[ἠθμός]], στραγγιστήριον, [[μάλιστα]] τοῦ οἴνου, Ἱππῶναξ 48 (ἴδε Welcker, 42), [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 19. 3) [[ἔνδυμα]] τραχύ, [[ὅπερ]] ἐνεδύοντο οἱ Ἰουδαῖοι πενθοῦντες, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΖ΄, 34), Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 13, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 12, 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 329C· ἀκολούθως λέγεται ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ τῶν μοναχῶν, Ἐκκλ.· - ἀλλὰ παρὰ Βυζαντίνοις, [[ἐπενδύτης]] στενῶς ἐφαρμοζόμενος εἰς τὸ [[σῶμα]], ὃν ἔφερον οἱ αὐτοκράτορες καὶ οἱ πατριάρχαι. ΙΙΙ. τραχεῖα γενειὰς ὁμοία πρὸς [[ὕφασμα]] τρίχινον, σάκον πρὸς ταῖν γνάθοιν ἔχειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 502· πρβλ. [[σακεσφόρος]] ΙΙ. - Λέγεται ὅτι ὁ [[τύπος]] [[σάκος]] [[εἶναι]] [[Ἀττικός]], Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 940. 17, Φρύνιχ. 257, Θωμ. Μάγιστρ. 789, κλπ.· τὸν δὲ τύπον [[σάκκος]] καλεῖ Δωρικὸν ὁ Φρύνιχ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἑλληνικὸν ὁ Μοῖρις καὶ Θωμᾶς Μάγιστρ., κωμικὸν δὲ ὁ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 191. Ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 822, Ἐκκλ. 502, [[σάκος]] ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]], ὡς ἀπαιτεῖ [[σάκκος]] ἐν Ἀχ. 745, καὶ παρ’ Ἱππών. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ Ἀντίγραφα τοῦ Ἡροδ. ἔχουσι [[σάκκος]]. (Ἴσως ἡ [[λέξις]], ὡς τὸ [[πρᾶγμα]], παρελήφθη ἐκ τῶν Φοινίκων, πρβλ. τὸ Ἐβραϊκὸν saq).
|lstext='''σάκκος''': ἢ [[σάκος]], ὁ, ἴδε ἐν τέλ.· πρόστυχον [[ὕφασμα]] ἐκ τριχῶν [[μάλιστα]] δὲ ἐξ αἰγείων τριχῶν, Λατ. cilicium, [[σάκκος]] [[τρίχινος]] Ἀποκάλ. ς΄, 12, πρβλ. Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Ν΄, 3, Σειρὰχ ΚΕ΄, 17). ΙΙ. τὸ ἐκ τοιούτου ὑφάσματος πεποιημένον: 1) [[σάκκος]], [[σακκίον]], σάκκους τε ἐπ’ ἁμαξέων εὕρισκον Ἡροδ. 9. 80, Ἀριστοφ. Ἀχ. 745, Λυσ. 1211. 2) [[κόσκινον]] λεπτόν, «σῆττα», ἢ [[ἠθμός]], στραγγιστήριον, [[μάλιστα]] τοῦ οἴνου, Ἱππῶναξ 48 (ἴδε Welcker, 42), Πολυδ. Ϛ΄, 19. 3) [[ἔνδυμα]] τραχύ, [[ὅπερ]] ἐνεδύοντο οἱ Ἰουδαῖοι πενθοῦντες, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΖ΄, 34), Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 13, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 12, 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 329C· ἀκολούθως λέγεται ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ τῶν μοναχῶν, Ἐκκλ.· - ἀλλὰ παρὰ Βυζαντίνοις, [[ἐπενδύτης]] στενῶς ἐφαρμοζόμενος εἰς τὸ [[σῶμα]], ὃν ἔφερον οἱ αὐτοκράτορες καὶ οἱ πατριάρχαι. ΙΙΙ. τραχεῖα γενειὰς ὁμοία πρὸς [[ὕφασμα]] τρίχινον, σάκον πρὸς ταῖν γνάθοιν ἔχειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 502· πρβλ. [[σακεσφόρος]] ΙΙ. - Λέγεται ὅτι ὁ [[τύπος]] [[σάκος]] [[εἶναι]] [[Ἀττικός]], Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 940. 17, Φρύνιχ. 257, Θωμ. Μάγιστρ. 789, κλπ.· τὸν δὲ τύπον [[σάκκος]] καλεῖ Δωρικὸν ὁ Φρύνιχ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἑλληνικὸν ὁ Μοῖρις καὶ Θωμᾶς Μάγιστρ., κωμικὸν δὲ ὁ Πολυδ. Ζ΄, 191. Ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 822, Ἐκκλ. 502, [[σάκος]] ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]], ὡς ἀπαιτεῖ [[σάκκος]] ἐν Ἀχ. 745, καὶ παρ’ Ἱππών. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ Ἀντίγραφα τοῦ Ἡροδ. ἔχουσι [[σάκκος]]. (Ἴσως ἡ [[λέξις]], ὡς τὸ [[πρᾶγμα]], παρελήφθη ἐκ τῶν Φοινίκων, πρβλ. τὸ Ἐβραϊκὸν saq).
}}
}}
{{bailly
{{bailly