Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκορδινάομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκορδῐνάομαι''': Ἰων. -εομαι, ἀποθ.· - [[ἐκτείνω]] τὰ [[μέλη]] μου, τεντώνομαι, τανύομαι, χασμῶμαι, [[κυρίως]] ἐπὶ ἀνθρώπων ἢ κυνῶν ἐκ τοῦ ὕπνου ἐγερθέντων, Λατ. pandiculari, Ἱππ. 262. 28, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ε΄, 168· [[ἐντεῦθεν]] καὶ ἐπὶ ἀνθρώπου ἀπηυδηκότος ἢ εὑρισκομένου ἐν ἀνίᾳ, [[στένω]], [[κέχηνα]], σκορδινῶμαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 30· σκ. καὶ δυσφορεῖς ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 922, πρβλ. Σφ. 642. ΙΙ. παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς συγγραφ., ἐπὶ ἀνθρώπου διατεθειμένου πρὸς ἔμετον, ζαλίζομαι, ἀγωνιῶ πρὸς ἔμετον, Ἐρωτιαν.· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας σκορδίνημα, τό, σκορδινησμός, ὁ, «ξηροτάνυσμα», Ἱππ. 1020F, 1184Ε· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 511, Ἡσύχ., ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηναίῳ τ. Ζ΄, σ. 371-374.
|lstext='''σκορδῐνάομαι''': Ἰων. -εομαι, ἀποθ.· - [[ἐκτείνω]] τὰ [[μέλη]] μου, τεντώνομαι, τανύομαι, χασμῶμαι, [[κυρίως]] ἐπὶ ἀνθρώπων ἢ κυνῶν ἐκ τοῦ ὕπνου ἐγερθέντων, Λατ. pandiculari, Ἱππ. 262. 28, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 168· [[ἐντεῦθεν]] καὶ ἐπὶ ἀνθρώπου ἀπηυδηκότος ἢ εὑρισκομένου ἐν ἀνίᾳ, [[στένω]], [[κέχηνα]], σκορδινῶμαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 30· σκ. καὶ δυσφορεῖς ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 922, πρβλ. Σφ. 642. ΙΙ. παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς συγγραφ., ἐπὶ ἀνθρώπου διατεθειμένου πρὸς ἔμετον, ζαλίζομαι, ἀγωνιῶ πρὸς ἔμετον, Ἐρωτιαν.· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας σκορδίνημα, τό, σκορδινησμός, ὁ, «ξηροτάνυσμα», Ἱππ. 1020F, 1184Ε· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 511, Ἡσύχ., ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηναίῳ τ. Ζ΄, σ. 371-374.
}}
}}
{{bailly
{{bailly