σκορδινάομαι

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκορδῐνάομαι Medium diacritics: σκορδινάομαι Low diacritics: σκορδινάομαι Capitals: ΣΚΟΡΔΙΝΑΟΜΑΙ
Transliteration A: skordináomai Transliteration B: skordinaomai Transliteration C: skordinaomai Beta Code: skordina/omai

English (LSJ)

Ion. σκορδινέομαι, Med., stretch one's limbs, yawn, gape, properly of men or dogs half roused from sleep, Hp.Superf. 20, cf. Poll.5.168; hence also of a person tired or bored, στένω, κέχηνα, σκορδινῶμαι Ar.Ach.30; σ. καὶ δυσφορεῖς Id.Ra.922, cf. V. 642.

German (Pape)

[Seite 904] ion. σκορδινέομαι, auch κορδινέομαι, sich ausstrecken, recken u. gähnen, Poll. 5, 168, eigtl. von Menschen u. Hunden, die eben ausgeschlafen haben und noch nicht ganz erwacht sind, schlaftrunken sein, pandiculari; κέχηνα, σκορδινῶμαι, πέρδομαι, Ar. Ach. 30, Schol. κλῶμαι καὶ σπασμῷ συνέχομαι, ἐπὶ τῶν κυνῶν τῶν ἐξ ὕπνου ἀνισταμένων, ὅταν τὰ μέλη καὶ ὅλους αὑτοὺς διατείνωσιν; hinzugesetzt wird γίνεται οὖν ἀπὸ ἀλογίας τὸ τοιοῦτον, auch ein Zusammenhang mit σκόροδον gesucht, οἱ γὰρ ἀπὸ πληθωρίας σκορόδων ἐμοῦντες διὰ τὴν δριμύτητα μᾶλλον σπῶνται; vgl. Vesp. 642 οὗτος ἤδη σκορδινᾶται κἄστιν οὐκ ἐν αὑτοῦ u. Ran. 920 τί σκορδινᾷ καὶ δυσφορεῖς; also überh. von unruhigen, gewaltsamen Bewegungen des Leibes, wenn Einer sich vor Ungeduld, Unmuth, Ärger nicht lassen kann, sich ungeduldig hin- u. herwerfen. – Bei Erotian. auch = καρηβαρέω, schwer od. dumpf im Kopfe sein, wie ein eben Erwachender, auch in Folge davon sich erbrechen. – (Die Ableitung von σκόροδον u. δινέω ist falsch; vielleicht mit κάρα zusammenhangend.)

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
être agité, se tourner de côté et d'autre ; fig. être ennuyé.
Étymologie: DELG terme pop. adopté par les médecins, pê apparenté à σκόρδαξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκορδινάομαι onrustig zijn of onwillekeurige bewegingen maken, d.w.z. zich strekken of uitrekken (van slaap, verveling of ergernis).

Russian (Dvoretsky)

σκορδῐνάομαι: досл. зевая потягиваться, перен. метаться, дергаться Arph.

Greek Monotonic

σκορδῐνάομαι: Ιων. -έομαι, αποθ., τεντώνω τα μέλη μου ενώ χασμουριέμαι, χάσκω, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

σκορδῐνάομαι: Ἰων. -εομαι, ἀποθ.· - ἐκτείνω τὰ μέλη μου, τεντώνομαι, τανύομαι, χασμῶμαι, κυρίως ἐπὶ ἀνθρώπων ἢ κυνῶν ἐκ τοῦ ὕπνου ἐγερθέντων, Λατ. pandiculari, Ἱππ. 262. 28, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 168· ἐντεῦθεν καὶ ἐπὶ ἀνθρώπου ἀπηυδηκότος ἢ εὑρισκομένου ἐν ἀνίᾳ, στένω, κέχηνα, σκορδινῶμαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 30· σκ. καὶ δυσφορεῖς ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 922, πρβλ. Σφ. 642. ΙΙ. παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς συγγραφ., ἐπὶ ἀνθρώπου διατεθειμένου πρὸς ἔμετον, ζαλίζομαι, ἀγωνιῶ πρὸς ἔμετον, Ἐρωτιαν.· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας σκορδίνημα, τό, σκορδινησμός, ὁ, «ξηροτάνυσμα», Ἱππ. 1020F, 1184Ε· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 511, Ἡσύχ., ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηναίῳ τ. Ζ΄, σ. 371-374.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to stretch (drowsily), to yawn (Hp., Ar., Poll.).
Other forms: Ion. -έομαι.
Derivatives: σκορδίν-ημα n. (κορδ- v.l. Erot.), -ησμός m. (Hp., Gal.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: As to its meaning prob. iterative-intensive, σκορδινάομαι, -έομαι seems first to suppose a noun *σκόρδινον, -ος. A shorter form may be found in σκορδάζειν σπᾶσθαι H. Further dark; usually connected with κόρδαξ, κραδάω (s. vv.) [not very probable].

Middle Liddell

σκορδῐνάομαι,
Dep. to stretch one's limbs, yawn, gape, Ar. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

σκορδινάομαι: {skordĭnáomai}
Forms: ion. -έομαι
Grammar: v.
Meaning: sich schlaftrunken ausstrecken, sich recken, gähnen (Hp., Ar., Poll.)
Derivative: mit σκορδίνημα n. (κορδ- v.l. Erot.), -ησμός m. (Hp., Gal.).
Etymology: Der Bed. nach am ehesten iterativ-intensiv, scheint σκορδινάομαι, -έομαι zunächst ein Nomen *σκόρδινον, -ος vorauszusetzen. Eine kürzere Form kann in σκορδάζειν· σπᾶσθαι H. erhalten sein. Im übrigen dunkel; gewöhnlich zu κόρδαξ, κραδάω (s. dd.) gezogen.
Page 2,737-738