3,274,313
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στίμμι''': ἢ στῖμι, -ιος ἢ -εως, ἢ ιδος, τό, Λατ. stimmi ἢ stibium, [[ἀντεμώνιον]] [[μετὰ]] θείου, ἐξ οὗ ἐλαμβάνετο μελανόν τι [[χρῶμα]] δι’ οὗ αἱ γυναῖκες [[μάλιστα]] ἐν τῇ Ἀνατολῇ ἔβαπτον τὰ βλέφαρα αὑτῶν [[ὅπως]] ἐπαυξήσωσι τῶν ὀφθαλμῶν τὴ ὡραιότητα, Διοσκ. 5. 99, πρβλ. Πλίν. 33. 33· -[[ὡσαύτως]], [[στίμμις]] ἢ στῖμις, ἡ, αἰτ. στῖμιν Ἀντιφάν. ἐν «Παροιμ.» 2., Ἴων παρὰ | |lstext='''στίμμι''': ἢ στῖμι, -ιος ἢ -εως, ἢ ιδος, τό, Λατ. stimmi ἢ stibium, [[ἀντεμώνιον]] [[μετὰ]] θείου, ἐξ οὗ ἐλαμβάνετο μελανόν τι [[χρῶμα]] δι’ οὗ αἱ γυναῖκες [[μάλιστα]] ἐν τῇ Ἀνατολῇ ἔβαπτον τὰ βλέφαρα αὑτῶν [[ὅπως]] ἐπαυξήσωσι τῶν ὀφθαλμῶν τὴ ὡραιότητα, Διοσκ. 5. 99, πρβλ. Πλίν. 33. 33· -[[ὡσαύτως]], [[στίμμις]] ἢ στῖμις, ἡ, αἰτ. στῖμιν Ἀντιφάν. ἐν «Παροιμ.» 2., Ἴων παρὰ Πολυδ. Ε΄, 101. -Ἔτι δὲ καὶ νῦν [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐν Ἀσίᾳ ἔχον τὰ ὀνόματα cohel, surmeh. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |