Anonymous

τενθεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τενθεύω''': [[τρώγω]] ἀπλήστως, λαιμάργως, Λατ. ligurrire c?tillari, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 122· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Νικήτ. Χρον. 309D, 328C (τὰ Ἀντίγραφα τονθ-).
|lstext='''τενθεύω''': [[τρώγω]] ἀπλήστως, λαιμάργως, Λατ. ligurrire c?tillari, Πολυδ. ϛʹ, 122· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Νικήτ. Χρον. 309D, 328C (τὰ Ἀντίγραφα τονθ-).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[τένθης]]<br />[[τρώω]] με [[λαιμαργία]] («ἐξωροπότει καὶ ἤσθιε τενθευόμενος», Νικ. Χων.).
|mltxt=ΜΑ [[τένθης]]<br />[[τρώω]] με [[λαιμαργία]] («ἐξωροπότει καὶ ἤσθιε τενθευόμενος», Νικ. Χων.).
}}
}}