Anonymous

σχιστός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σχιστός''': -ή, -όν, ([[σχίζω]]) ἐπὶ ὁδοῦ, σχιστὴ [[κέλευθος]], σχ. ὁδὸς, ἡ χωριζομένη, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171, Σοφ. Ο. Τ. 733, Εὐρ. Φοίν. 38· [[ἄντυξ]] ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 373· [[λίνον]] σχ., μοτόν, ξαντόν, Ἱππ. 580. 47· ἔστω δ’ ἡμῖν κεστρεὺς [[τμητός]], [[νάρκη]] πνικτή, [[πέρκη]] σχιστή, διεσχισμένη, Ἀντιφάνης ἐν «Κύκλωπι» 1· ― Ἀργείων σχισταί, [[εἶδος]] γυναικείων πεδίλων, Εὔπολις ἐν «Φίλοις» 2· σχιστὸς [[χιτωνίσκος]], χιτὼν [[γυναικεῖος]] ἀνοικτὸς κατὰ τὰ πλάγια, πρβλ. χιτὼν Ι. 2), Ἀπολλόδ. ἐν «Συνεφήβοις» 1· ― σχιστὰς ἕλκειν, «ἦν δὲ καὶ σχιστὰς ἕλκειν [[σχῆμα]] ὀρχήσεως χωρικῆς» (πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. [[σχίσμα]]), [[Πολυδ]]. Δ΄, 105. 2) ὁ ἔχων διεσχισμένην τὴν χηλήν, ἀντίθετον τῷ [[μῶνυξ]], Πλάτ. Πολιτικ. 265D, [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν πτερύγων, κτλ., Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 3, κλπ. 3) σχ. [[γάλα]], οὗ ὁ ὀρὸς ἐχωρίσθη ἀπὸ τοῦ τυρώδους, ἴδε [[σχίζω]] 3. ΙΙ. ὁ δυνάμενος νὰ σχισθῇ, [[διαιρετικός]], διαιρέσιμος, σχ. κατὰ [[μῆκος]] ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 6, πρβλ. Μετεωρ. 4. 9, 19, κλπ.· σχ. [[λίθος]], [[λίθος]] τις γεννώμενος ἐν Ἰβηρίᾳ, [[εὔθρυπτος]] καὶ [[εὔσχιστος]], ἔχων ὁμοιότητα πρὸς ἀμμωνιακὸν [[ἅλας]], Διοσκ. 5. 145, πρβλ. 123, κλπ.· σχ. κρόμμυα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 7.
|lstext='''σχιστός''': -ή, -όν, ([[σχίζω]]) ἐπὶ ὁδοῦ, σχιστὴ [[κέλευθος]], σχ. ὁδὸς, ἡ χωριζομένη, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171, Σοφ. Ο. Τ. 733, Εὐρ. Φοίν. 38· [[ἄντυξ]] ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 373· [[λίνον]] σχ., μοτόν, ξαντόν, Ἱππ. 580. 47· ἔστω δ’ ἡμῖν κεστρεὺς [[τμητός]], [[νάρκη]] πνικτή, [[πέρκη]] σχιστή, διεσχισμένη, Ἀντιφάνης ἐν «Κύκλωπι» 1· ― Ἀργείων σχισταί, [[εἶδος]] γυναικείων πεδίλων, Εὔπολις ἐν «Φίλοις» 2· σχιστὸς [[χιτωνίσκος]], χιτὼν [[γυναικεῖος]] ἀνοικτὸς κατὰ τὰ πλάγια, πρβλ. χιτὼν Ι. 2), Ἀπολλόδ. ἐν «Συνεφήβοις» 1· ― σχιστὰς ἕλκειν, «ἦν δὲ καὶ σχιστὰς ἕλκειν [[σχῆμα]] ὀρχήσεως χωρικῆς» (πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. [[σχίσμα]]), Πολυδ. Δ΄, 105. 2) ὁ ἔχων διεσχισμένην τὴν χηλήν, ἀντίθετον τῷ [[μῶνυξ]], Πλάτ. Πολιτικ. 265D, [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν πτερύγων, κτλ., Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 3, κλπ. 3) σχ. [[γάλα]], οὗ ὁ ὀρὸς ἐχωρίσθη ἀπὸ τοῦ τυρώδους, ἴδε [[σχίζω]] 3. ΙΙ. ὁ δυνάμενος νὰ σχισθῇ, [[διαιρετικός]], διαιρέσιμος, σχ. κατὰ [[μῆκος]] ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 6, πρβλ. Μετεωρ. 4. 9, 19, κλπ.· σχ. [[λίθος]], [[λίθος]] τις γεννώμενος ἐν Ἰβηρίᾳ, [[εὔθρυπτος]] καὶ [[εὔσχιστος]], ἔχων ὁμοιότητα πρὸς ἀμμωνιακὸν [[ἅλας]], Διοσκ. 5. 145, πρβλ. 123, κλπ.· σχ. κρόμμυα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 7.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σχιστός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[σκιστός]], -ή, -ό, Ν [[σχίζω]]<br /><b>1.</b> χωρισμένος στα δύο, σχισμένος («Σχιστή [[οδός]]» — σημερινή [[ονομασία]] του δρόμου που οδηγεί από τους Δελφούς στη Δαύλεια, όπου, σύμφωνα με τη μυθολογική [[παράδοση]], ο Οιδίποδας σκότωσε τον Λάιο)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[σχίσιμο]] (α. «σχιστό [[μανίκι]]» β. «σχιστὸς [[χιτωνίσκος]]» — [[γυναικείος]] [[χιτώνας]] [[ανοιχτός]] στα [[πλάγια]], <b>Απολλόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σχιστά τύμπανα»<br /><b>μουσ.</b> ιδιόφωνα όργανα που αποτελούνται από έναν κορμό δένδρου σκαμμένο στο εσωτερικό του [[μέσα]] από μια επιμήκη [[σχισμή]] που ανοίγεται σε ένα από τα τοιχώματά του<br />β) «σχιστή [[άργιλος]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> συμπαγές ιζηματογενές [[πέτρωμα]], με φαιό, [[συνήθως]], [[χρώμα]] και κοκκομετρική [[σύσταση]], παρόμοια με αυτήν του λουτίτη, το οποίο προέρχεται από την [[συγκόλληση]] και [[αφυδάτωση]] της αργίλου και αποχωρίζεται [[κατά]] πλάκες, παράλληλα [[προς]] την [[επιφάνεια]] στρώσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώο) αυτός του οποίου οι χηλές τών ποδιών [[είναι]] χωρισμένες, [[σχιζόπους]]<br /><b>2.</b> (για πτηνά) αυτός του οποίου τα φτερά [[είναι]] χωρισμένα, [[σχιζόπτερος]]<br /><b>3.</b> αυτός που μπορεί να σχιστεί, να χωριστεί, [[διαιρετός]] («σχιστὸς κατὰ [[μῆκος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «Αργεῑαι σχισταί» — [[είδος]] γυναικείων [[υποδημάτων]] <b>(Ευπ.)</b><br />β) «σχιστὸν [[κρόμμυον]]» — [[ποικιλία]] κρεμμυδιού <b>(Θεόφρ.)</b><br />γ) «σχιστὸς [[λίθος]]» — [[είδος]] λίθου της Ιβηρίας που σχίζεται ή [[σπάζει]] εύκολα (<b>Διοσκ.</b>)<br />δ) «[[λίνον]] σχιστόν» — το [[ξαντό]] (ΠΔ)<br />ε) «σχιστὸν [[γάλα]]» — [[γάλα]] που έπηξε [[μετά]] από τη [[διαδικασία]] του διαχωρισμού του τυριού από το [[τυρόγαλα]] (<b>Διοσκ.</b> <b>Γαλ.</b>)<br />στ) «σχιστὰ [[ἕλκω]]» — [[εκτελώ]] ένα συγκεκριμένο χορευτικό [[σχήμα]] (<b>[[Πολυδ]].</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σχιστά</i> Ν<br />με σχιστό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό / [[σχιστός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[σκιστός]], -ή, -ό, Ν [[σχίζω]]<br /><b>1.</b> χωρισμένος στα δύο, σχισμένος («Σχιστή [[οδός]]» — σημερινή [[ονομασία]] του δρόμου που οδηγεί από τους Δελφούς στη Δαύλεια, όπου, σύμφωνα με τη μυθολογική [[παράδοση]], ο Οιδίποδας σκότωσε τον Λάιο)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[σχίσιμο]] (α. «σχιστό [[μανίκι]]» β. «σχιστὸς [[χιτωνίσκος]]» — [[γυναικείος]] [[χιτώνας]] [[ανοιχτός]] στα [[πλάγια]], <b>Απολλόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σχιστά τύμπανα»<br /><b>μουσ.</b> ιδιόφωνα όργανα που αποτελούνται από έναν κορμό δένδρου σκαμμένο στο εσωτερικό του [[μέσα]] από μια επιμήκη [[σχισμή]] που ανοίγεται σε ένα από τα τοιχώματά του<br />β) «σχιστή [[άργιλος]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> συμπαγές ιζηματογενές [[πέτρωμα]], με φαιό, [[συνήθως]], [[χρώμα]] και κοκκομετρική [[σύσταση]], παρόμοια με αυτήν του λουτίτη, το οποίο προέρχεται από την [[συγκόλληση]] και [[αφυδάτωση]] της αργίλου και αποχωρίζεται [[κατά]] πλάκες, παράλληλα [[προς]] την [[επιφάνεια]] στρώσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώο) αυτός του οποίου οι χηλές τών ποδιών [[είναι]] χωρισμένες, [[σχιζόπους]]<br /><b>2.</b> (για πτηνά) αυτός του οποίου τα φτερά [[είναι]] χωρισμένα, [[σχιζόπτερος]]<br /><b>3.</b> αυτός που μπορεί να σχιστεί, να χωριστεί, [[διαιρετός]] («σχιστὸς κατὰ [[μῆκος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «Αργεῑαι σχισταί» — [[είδος]] γυναικείων [[υποδημάτων]] <b>(Ευπ.)</b><br />β) «σχιστὸν [[κρόμμυον]]» — [[ποικιλία]] κρεμμυδιού <b>(Θεόφρ.)</b><br />γ) «σχιστὸς [[λίθος]]» — [[είδος]] λίθου της Ιβηρίας που σχίζεται ή [[σπάζει]] εύκολα (<b>Διοσκ.</b>)<br />δ) «[[λίνον]] σχιστόν» — το [[ξαντό]] (ΠΔ)<br />ε) «σχιστὸν [[γάλα]]» — [[γάλα]] που έπηξε [[μετά]] από τη [[διαδικασία]] του διαχωρισμού του τυριού από το [[τυρόγαλα]] (<b>Διοσκ.</b> <b>Γαλ.</b>)<br />στ) «σχιστὰ [[ἕλκω]]» — [[εκτελώ]] ένα συγκεκριμένο χορευτικό [[σχήμα]] (<b>Πολυδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σχιστά</i> Ν<br />με σχιστό τρόπο.
}}
}}
{{lsm
{{lsm