Anonymous

ψιθύρα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
(47c)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψιθύρα''': ἡ, Θρᾳκικόν τι μουσικὸν [[ὄργανον]], [[μάγαδις]], Κάνθαρος ἐν Ἀδήλοις 3· πρβλ. [[Πολυδ]]. Δ΄, 60.
|lstext='''ψιθύρα''': ἡ, Θρᾳκικόν τι μουσικὸν [[ὄργανον]], [[μάγαδις]], Κάνθαρος ἐν Ἀδήλοις 3· πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 60.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />λιβυκό ή θρακικό μουσικό όργανο με [[τετράγωνο]] [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. που στην Ελληνική έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' [[επίδραση]] του ρ. [[ψιθυρίζω]], με το οποίο και έχει συνδεθεί παρετυμολογικά. Στον σχηματισμό της λ. έχουν παίξει ρόλο πιθ. και τα συνώνυμα [[λύρα]], [[κινύρα]], [[κιθάρα]].
|mltxt=ἡ, Α<br />λιβυκό ή θρακικό μουσικό όργανο με [[τετράγωνο]] [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. που στην Ελληνική έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' [[επίδραση]] του ρ. [[ψιθυρίζω]], με το οποίο και έχει συνδεθεί παρετυμολογικά. Στον σχηματισμό της λ. έχουν παίξει ρόλο πιθ. και τα συνώνυμα [[λύρα]], [[κινύρα]], [[κιθάρα]].
}}
}}