ψιθύρα
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, a Libyan (esp. Trog(l)odyte) musical instrument, identified by some with the ἄσκαρος, Poll.4.60; ψιθυρᾶν μάλ' αἰολᾶν S.Inach. in PTeb.692 iii 1 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1399] ἡ, ein libysches viereckiges Instrument, Poll. 4, 60, einerlei mit ἄσκαρος.
Greek (Liddell-Scott)
ψιθύρα: ἡ, Θρᾳκικόν τι μουσικὸν ὄργανον, μάγαδις, Κάνθαρος ἐν Ἀδήλοις 3· πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 60.
Greek Monolingual
ἡ, Α
λιβυκό ή θρακικό μουσικό όργανο με τετράγωνο σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. που στην Ελληνική έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' επίδραση του ρ. ψιθυρίζω, με το οποίο και έχει συνδεθεί παρετυμολογικά. Στον σχηματισμό της λ. έχουν παίξει ρόλο πιθ. και τα συνώνυμα λύρα, κινύρα, κιθάρα.