Anonymous

ἀσκέρα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσκέρα''': -ας, ἡ, χειμερινὸν [[ὑπόδημα]] μαλλωτὸν [[ἔσωθεν]], «ἀσκέραι· [[ὑπόδημα]] [[λάσιον]], χειμῶνος χρήσιμον» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 85· - κατὰ τὸν Τζέτζην εἰς Λυκόφρ. 855· «ἀσκέραι οὐ τὰ ὑποδήματα, ἀλλὰ τὰ πιλία, [[ἤτοι]] τὰ ὀρτάρια, εἰσὶν» δηλ. [[εἶδος]] εὐμαρίδων ἐκ πίλου, οἷα [[εἶναι]] τὰ Τουρκικὰ «τερλίκια»· ἴδε Ἱππώνακτα 10 κτλ.: - ὑποκορ. ἀσκερίσκος, ὁ, πληθ. κατὰ μεταπλασμ. ἀσκερίσκα (πρβλ. σαμβαλίσκα) Ἱππῶναξ 9.
|lstext='''ἀσκέρα''': -ας, ἡ, χειμερινὸν [[ὑπόδημα]] μαλλωτὸν [[ἔσωθεν]], «ἀσκέραι· [[ὑπόδημα]] [[λάσιον]], χειμῶνος χρήσιμον» Πολυδ. Ζ΄, 85· - κατὰ τὸν Τζέτζην εἰς Λυκόφρ. 855· «ἀσκέραι οὐ τὰ ὑποδήματα, ἀλλὰ τὰ πιλία, [[ἤτοι]] τὰ ὀρτάρια, εἰσὶν» δηλ. [[εἶδος]] εὐμαρίδων ἐκ πίλου, οἷα [[εἶναι]] τὰ Τουρκικὰ «τερλίκια»· ἴδε Ἱππώνακτα 10 κτλ.: - ὑποκορ. ἀσκερίσκος, ὁ, πληθ. κατὰ μεταπλασμ. ἀσκερίσκα (πρβλ. σαμβαλίσκα) Ἱππῶναξ 9.
}}
}}
{{DGE
{{DGE