Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀντικρούω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντικρούω''': μέλλ. -σω, [[κρούω]] ἐπί τινος, συγκρούομαι. 1) ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, ὀλίγα... τὰ ἀντικρούοντα αὐτοῖς Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 6, 2· ἀπολ., ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 1. 1, 45, καὶ ἀλλαχοῦ, ἀντ. Πλάτ. Νόμ. 857Β· ἀσπὶς ἀσπίδι Λιβάν. 4. 542 2) κατὰ γενικὴν ἔννοιαν, αὐτοῖς τοῦτο... ἀντεκεκρούκει, ἦτο ἐμπόδιον εἰς αὐτούς, ἀντενήργει κατ’ αὐτῶν, Θουκ. 6. 46· ἀντ. ταῖς συμβουλίαις Πλουτ. Ἀγησ. 7· ἀντ. [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Κάτ. πρεσβ. 24: - ἀπόλ., ἀποδεικνύομαι [[κώλυμα]], [[παρέχω]] ἐμπόδιον, ἀντέκρουσέ τι καὶ γέγον’ [[οἷον]] οὐκ ἔδει Δημ. 294. 20· ἐὰν ἀντικρούσῃ τις Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 9· ἀντέκρουον αἱ γυναῖκες [[Πολυδ]]. Β΄, 9, 11.
|lstext='''ἀντικρούω''': μέλλ. -σω, [[κρούω]] ἐπί τινος, συγκρούομαι. 1) ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, ὀλίγα... τὰ ἀντικρούοντα αὐτοῖς Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 6, 2· ἀπολ., ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 1. 1, 45, καὶ ἀλλαχοῦ, ἀντ. Πλάτ. Νόμ. 857Β· ἀσπὶς ἀσπίδι Λιβάν. 4. 542 2) κατὰ γενικὴν ἔννοιαν, αὐτοῖς τοῦτο... ἀντεκεκρούκει, ἦτο ἐμπόδιον εἰς αὐτούς, ἀντενήργει κατ’ αὐτῶν, Θουκ. 6. 46· ἀντ. ταῖς συμβουλίαις Πλουτ. Ἀγησ. 7· ἀντ. [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Κάτ. πρεσβ. 24: - ἀπόλ., ἀποδεικνύομαι [[κώλυμα]], [[παρέχω]] ἐμπόδιον, ἀντέκρουσέ τι καὶ γέγον’ [[οἷον]] οὐκ ἔδει Δημ. 294. 20· ἐὰν ἀντικρούσῃ τις Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 9· ἀντέκρουον αἱ γυναῖκες Πολυδ. Β΄, 9, 11.
}}
}}
{{bailly
{{bailly