ἀντικρούω
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
English (LSJ)
A strike against or clash against, come into collision,
1 in a physical sense, ὀλίγα.. τὰ ἀντικρούοντα αὐτοῖς Arist. Cael.313b2: abs., Id.PA642a36, al., cf. Pl. Lg. 857c; ἀσπὶς ἀσπίδι Lib.Decl.37.8.
2 in a general sense, αὐτοῖς.. τοῦτο ἀντεκεκρούκει had been a hindrance to them, had counteracted them, Th.6.46; ἀ. τοῖς λογισμοῖς J.AJ2.4.3; ἀ. ταῖς συμβουλίαις Plu.Ages.7; ἀ πρός τι Id.Cat.Ma.24: abs., prove a hindrance, offer resistance, ἀντέκρουσέ τι καὶ γέγον' οἷον οὐκ ἔδει D.18.198; ἐαν ἀντικρούσῃ τις Arist. Rh.1379a12; ἀντέκρουον αἱ γυναῖκες Pol.1270a7.
Spanish (DGE)
I c. suj. de cosa
1 chocar con c. dat. ὀλίγα γὰρ εἶναι (τὰ θερμά) τὰ ἀντικρούοντα αὐτοῖς Arist.Cael.313b2 (= Democr.A 62), ἀσπὶς ἀσπίδι Lib.Decl.37.8.
2 abs. ser obstáculo τι D.18.198, cf. Arist.PA 642a36.
II c. suj. de pers.
1 c. dat. resistir, obstaculizar, ofrecer resistencia c. dat. αὐτοῖς Th.6.46, τοῖς λογισμοῖς I.AI 2.47, ταῖς συμβουλίαις Plu.Ages.7
•c. πρός y ac. πρὸς τὰς ἐπιθυμίας Arist.EE 1233b31, cf. Plu.Cat.Ma.24.
2 abs. oponerse Pl.Lg.857c (γυναῖκες) ἀντέκρουον (a la reforma de Licurgo), Arist.Pol.1270a7
•replicar Plu.2.751b.
German (Pape)
[Seite 253] (s. κρούω), 1) zurückstoßen, Plat. Legg. IX, 857 b; Arist. pol. 2, 6, 8. – 2) intrans., entgegen sein, πρός τι, διὰ τὸν ἀντικρούσαντα πρὸς τὴν δόξαν αὐτοῦ φθόνον Plut. Cat. mai. 24; ἀντεκεκρούκει αὐτοῖς, es war ihnen mißglückt Thuc. 6, 46; ἀντέκρουσέ τε καὶ γέγονεν οἱον οὐκ ἔδει Dem. 18, 198.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀντέκρουσα;
être un obstacle pour, dat. ou πρός et l'acc. : αὐτοῖς τοῦτο ἀντεκεκρούκει THC cela se trouvait avoir été pour eux une déception.
Étymologie: ἀντί, κρούω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικρούω:
1 толкать в обратном направлении, отталкивать или сталкиваться Plat., Arst.;
2 оказывать противодействие, препятствовать, мешать (τινι и πρός τι Arst., Plut.): αὐτοῖς τοῦτο πρῶτον ἀντεκεκρούκει Thuc. это было первое препятствие, которое им встретилось; ἀντέκρουσέ τι; Dem. возникла разве какая-л. помеха?;
3 перебивать (ἀντικρούσας ἔφη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικρούω: μέλλ. -σω, κρούω ἐπί τινος, συγκρούομαι. 1) ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, ὀλίγα... τὰ ἀντικρούοντα αὐτοῖς Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 6, 2· ἀπολ., ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 1. 1, 45, καὶ ἀλλαχοῦ, ἀντ. Πλάτ. Νόμ. 857Β· ἀσπὶς ἀσπίδι Λιβάν. 4. 542 2) κατὰ γενικὴν ἔννοιαν, αὐτοῖς τοῦτο... ἀντεκεκρούκει, ἦτο ἐμπόδιον εἰς αὐτούς, ἀντενήργει κατ’ αὐτῶν, Θουκ. 6. 46· ἀντ. ταῖς συμβουλίαις Πλουτ. Ἀγησ. 7· ἀντ. πρός τι ὁ αὐτ. Κάτ. πρεσβ. 24: - ἀπόλ., ἀποδεικνύομαι κώλυμα, παρέχω ἐμπόδιον, ἀντέκρουσέ τι καὶ γέγον’ οἷον οὐκ ἔδει Δημ. 294. 20· ἐὰν ἀντικρούσῃ τις Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 9· ἀντέκρουον αἱ γυναῖκες Πολυδ. Β΄, 9, 11.
Greek Monolingual
(Α ἀντικρούω)
νεοελλ.
1. αποκρούω, αντεπιτίθεμαι
2. ανατρέπω, ανασκευάζω επιχειρήματα
3. προβάλλω αντίρρηση
αρχ.
1. ωθώ προς τα πίσω
2. συγκρούομαι
3. είμαι εμπόδιο, αντενεργώ.
Greek Monotonic
ἀντικρούω: μέλ. -σω, χτυπώ αντίθετα, αντικρούω, είμαι εμπόδιο, καταπολεμώ, παραλύω, τινί, σε Θουκ.· πρός τι, σε Πλούτ.· απόλ., σε Δημ.
Middle Liddell
to strike against, to be a hindrance, counteract, τινί Thuc.; πρός τι Plut.; absol., Dem.