Anonymous

ἄκυρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
(CSV import)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκῡρος''': -ον, = [[ἄνευ]] κύρους, ἀξιώματος, ἀντιτίθεται τῷ [[κύριος]], καὶ [[ἑπομένως]], 1) ἐπὶ νόμων, ἀποφάσεων, κλπ. ὁ [[ἄνευ]] κύρους ἢ ἰσχύος, ὁ μὴ ἐπικυρωθείς, ἢ ὁ ἀπηρχαιωμένος, [[δίκη]], Πλάτ. Νόμ. 954Ε· συνθῆκαι, Λυσ. 150. 35· - [[ἄκυρον]] τιθέναι, Ἀνδοκ. 2. 28, [[ἄκυρον]], ποιεῖν, καταστῆσαι, Λατ. irritum facere, θέτω κατὰ [[μέρος]], ὡς τὸ ἀκυροῦν, Πλάτ. Πρωταγ. 356D, Ἰσαῖ, κτλ.· [[ἄκυρον]] γίγνεσθαι, [[εἶναι]], καθίστασθαι ἢ [[εἶναι]] [[ἄκυρον]], [[ἄνευ]] κύρους ἢ ἰσχύος, Πλάτ. Νόμ. 954Ε, κτλ· νόμοις ἀκύροις χρωμένη, δηλ. ἔχει νόμους ἀλλὰ δὲν ἐφαρμόζει αὐτούς, Θουκ. 3. 37. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, μὴ ἐχόντων [[δικαίωμα]] ἢ [[ἐξουσία]], ἄκ. ποιεῖν τινα, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 24· καθιστάναι, Λυσ. 115, 42· τινός, ἐπί τινος πράγματος, Πλάτ. Θεαίτ. 169Ε· - ἄκυροι πάντων … γενήσεσθε, Δημ. 342. 2· μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Νόμ. 929Ε. 2) [[ὡσαύτως]] καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ἀκυροτέρα [[κρίσις]], ὀλιγώτερον [[ἀξιόπιστος]] [[ἀπόφασις]], Πλάτ. Θεαίτ. 178D· [[ἄκυρος]] [[ἀμφορεύς]], ὁ τῆς ψηφοφορίας [[ἀμφορεύς]], εἰς ὃν λέγεται ὅτι ἐρρίπτοντο αἱ οὐδέτεραι ψῆφοι, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱπ. 1150, [[Πολυδ]]. 8, 123· τὰ ἄκυρα, τὰ οὐχὶ σπουδαῖα μέρη τοῦ σώματος, Γαλην., πρβλ. Ἀριστ. Γεν. Ζ. 4. 4, 41. ΙΙΙ. ἐπὶ λέξεων καὶ φράσεων ὧν δὲν γίνεται προσήκουσα [[χρῆσις]], Λατ. improprius, Κικ. Fam. 16. 17, 1: - [[οὕτως]] ἐπίρρ. -ρως, Εὐστ. 457. 41, κτλ.
|lstext='''ἄκῡρος''': -ον, = [[ἄνευ]] κύρους, ἀξιώματος, ἀντιτίθεται τῷ [[κύριος]], καὶ [[ἑπομένως]], 1) ἐπὶ νόμων, ἀποφάσεων, κλπ. ὁ [[ἄνευ]] κύρους ἢ ἰσχύος, ὁ μὴ ἐπικυρωθείς, ἢ ὁ ἀπηρχαιωμένος, [[δίκη]], Πλάτ. Νόμ. 954Ε· συνθῆκαι, Λυσ. 150. 35· - [[ἄκυρον]] τιθέναι, Ἀνδοκ. 2. 28, [[ἄκυρον]], ποιεῖν, καταστῆσαι, Λατ. irritum facere, θέτω κατὰ [[μέρος]], ὡς τὸ ἀκυροῦν, Πλάτ. Πρωταγ. 356D, Ἰσαῖ, κτλ.· [[ἄκυρον]] γίγνεσθαι, [[εἶναι]], καθίστασθαι ἢ [[εἶναι]] [[ἄκυρον]], [[ἄνευ]] κύρους ἢ ἰσχύος, Πλάτ. Νόμ. 954Ε, κτλ· νόμοις ἀκύροις χρωμένη, δηλ. ἔχει νόμους ἀλλὰ δὲν ἐφαρμόζει αὐτούς, Θουκ. 3. 37. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, μὴ ἐχόντων [[δικαίωμα]] ἢ [[ἐξουσία]], ἄκ. ποιεῖν τινα, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 24· καθιστάναι, Λυσ. 115, 42· τινός, ἐπί τινος πράγματος, Πλάτ. Θεαίτ. 169Ε· - ἄκυροι πάντων … γενήσεσθε, Δημ. 342. 2· μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Νόμ. 929Ε. 2) [[ὡσαύτως]] καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ἀκυροτέρα [[κρίσις]], ὀλιγώτερον [[ἀξιόπιστος]] [[ἀπόφασις]], Πλάτ. Θεαίτ. 178D· [[ἄκυρος]] [[ἀμφορεύς]], ὁ τῆς ψηφοφορίας [[ἀμφορεύς]], εἰς ὃν λέγεται ὅτι ἐρρίπτοντο αἱ οὐδέτεραι ψῆφοι, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱπ. 1150, Πολυδ. 8, 123· τὰ ἄκυρα, τὰ οὐχὶ σπουδαῖα μέρη τοῦ σώματος, Γαλην., πρβλ. Ἀριστ. Γεν. Ζ. 4. 4, 41. ΙΙΙ. ἐπὶ λέξεων καὶ φράσεων ὧν δὲν γίνεται προσήκουσα [[χρῆσις]], Λατ. improprius, Κικ. Fam. 16. 17, 1: - [[οὕτως]] ἐπίρρ. -ρως, Εὐστ. 457. 41, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly