Anonymous

ἡνίοχος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡνίοχος''': Δωρ. [[ἁνίοχος]], ὁ (ἔχω) ὁ κρατῶν τὰς ἡνίας, ἁμαξηλάτης, [[διφρηλάτης]], συχνὸν ἐν Ἰλ., [[ἔνθα]] ὁ [[ἡνίοχος]] [[ἐνίοτε]] ἀντιτίθεται πρὸς τὸ παραιβάτης (ὁ παρὰ τὸν ἡνίοχον ἑστὼς [[πολεμιστής]]), Ἰλ. Ψ. 132· [[ὁπόθεν]] ὁ [[ἡνίοχος]] ὡς ὑποδεέστερος ἐκαλεῖτο ἡν. [[θεράπων]] Ε. 580, Θ. 119, καὶ [[ὑφηνίοχος]] Ζ. 19· - δὲν ἦτο [[ὅμως]] [[οὗτος]] [[δοῦλος]], ἀλλ’ [[ἐλεύθερος]] [[στρατιώτης]], [[μάλιστα]] [[πολλάκις]] [[ἥρως]], ὡς ὁ [[Μηριόνης]] ἦτο [[ἡνίοχος]] τοῦ Ἰδομενέως, ὁ [[Πάτροκλος]] τοῦ Ἀχιλλέως, [[μάλιστα]] ἐν Θ. 89 αὐτὸς ὁ Ἕκτωρ ἐμφανίζεται ὡς [[ἡνίοχος]], πρβλ. Σ. 225, Ψ. 460· ἂν καὶ ἀλλαχοῦ ἔχει ἡνίοχον, Θ. 119, Μ. 91· οὕτω, παραβέβηκε δέ οἱ ἡν. Ἡρόδ. 7. 40. 2) [[καθόλου]], ὁ ὁδηγῶν ἅρμα, ὡς ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πίνδ. Π. 5. 66, Ἀριστοφ. Εἰρ. 904, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 21, Πλάτ., κλπ.˙ ὑποπτέρων ἵππων ἡν. ὁ αὐτ. Κριτ. 116Ε˙ - παρὰ Θεόγν. 260, [[ἱππεύς]]. 3) ὁ ἡν. τῆς [[νεώς]], ὁ [[πηδαλιοῦχος]], [[Πολυδ]]. Α΄, 98˙ πρβλ. [[ναύκληρος]] Ι. 3. 4) μεταφ., ὁ ὁδηγῶν, κυβερνῶν, διοικῶν, χερὸς καὶ ἰσχύος ἀν. Πίνδ. Ν. 6. 111˙ παλαισμοσύνης ἡν. Σιμων. 151˙ ἡν. τέχνης τραγικῆς Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 39, πρβλ. 498. 2˙ ἡν. κιθάρας, ἐπὶ κιθαριστοῦ παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. [[Μίλητος]]˙ ὡς θηλ., αἰγίδος ἡν., ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ἀριστοφ. Νεφ. 602˙ - οὕτω παρὰ πεζοῖς προτασσομένου τοῦ [[οἷον]] ἢ [[ὥσπερ]], Πλάτ. Πολιτ. 266Ε, κλ.˙ ἐπὶ ἔρωτος, Πλούτ. 2. 759D, πρβλ. Ἑρμησιάν. 84. 5) ὡς ἐπίθ., ὁδηγῶν, [[ὁδηγός]], γνώμη Χρυσ. Ἐπ. 69˙ ἄνεμοι Μανέθ. 5. 153. ΙΙ. ἡνίοχοι, οἱ, ἐν Ἀθήναις, [[τάξις]] πλουσίων πολιτῶν, οἵτινες ὑπεχρεοῦντο νὰ παρασκευάζωσιν ἅρματα πρὸς δημοσίαν ὑπηρεσίαν, Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 576. 42, Φώτ. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]] = ἔκφοροι ([[ἔκφορος]] ΙΙΙ), Φώτ. IV. [[ἀστερισμός]] τις, Ἄρατ. 156.
|lstext='''ἡνίοχος''': Δωρ. [[ἁνίοχος]], ὁ (ἔχω) ὁ κρατῶν τὰς ἡνίας, ἁμαξηλάτης, [[διφρηλάτης]], συχνὸν ἐν Ἰλ., [[ἔνθα]] ὁ [[ἡνίοχος]] [[ἐνίοτε]] ἀντιτίθεται πρὸς τὸ παραιβάτης (ὁ παρὰ τὸν ἡνίοχον ἑστὼς [[πολεμιστής]]), Ἰλ. Ψ. 132· [[ὁπόθεν]] ὁ [[ἡνίοχος]] ὡς ὑποδεέστερος ἐκαλεῖτο ἡν. [[θεράπων]] Ε. 580, Θ. 119, καὶ [[ὑφηνίοχος]] Ζ. 19· - δὲν ἦτο [[ὅμως]] [[οὗτος]] [[δοῦλος]], ἀλλ’ [[ἐλεύθερος]] [[στρατιώτης]], [[μάλιστα]] [[πολλάκις]] [[ἥρως]], ὡς ὁ [[Μηριόνης]] ἦτο [[ἡνίοχος]] τοῦ Ἰδομενέως, ὁ [[Πάτροκλος]] τοῦ Ἀχιλλέως, [[μάλιστα]] ἐν Θ. 89 αὐτὸς ὁ Ἕκτωρ ἐμφανίζεται ὡς [[ἡνίοχος]], πρβλ. Σ. 225, Ψ. 460· ἂν καὶ ἀλλαχοῦ ἔχει ἡνίοχον, Θ. 119, Μ. 91· οὕτω, παραβέβηκε δέ οἱ ἡν. Ἡρόδ. 7. 40. 2) [[καθόλου]], ὁ ὁδηγῶν ἅρμα, ὡς ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πίνδ. Π. 5. 66, Ἀριστοφ. Εἰρ. 904, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 21, Πλάτ., κλπ.˙ ὑποπτέρων ἵππων ἡν. ὁ αὐτ. Κριτ. 116Ε˙ - παρὰ Θεόγν. 260, [[ἱππεύς]]. 3) ὁ ἡν. τῆς [[νεώς]], ὁ [[πηδαλιοῦχος]], Πολυδ. Α΄, 98˙ πρβλ. [[ναύκληρος]] Ι. 3. 4) μεταφ., ὁ ὁδηγῶν, κυβερνῶν, διοικῶν, χερὸς καὶ ἰσχύος ἀν. Πίνδ. Ν. 6. 111˙ παλαισμοσύνης ἡν. Σιμων. 151˙ ἡν. τέχνης τραγικῆς Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 39, πρβλ. 498. 2˙ ἡν. κιθάρας, ἐπὶ κιθαριστοῦ παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. [[Μίλητος]]˙ ὡς θηλ., αἰγίδος ἡν., ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ἀριστοφ. Νεφ. 602˙ - οὕτω παρὰ πεζοῖς προτασσομένου τοῦ [[οἷον]] ἢ [[ὥσπερ]], Πλάτ. Πολιτ. 266Ε, κλ.˙ ἐπὶ ἔρωτος, Πλούτ. 2. 759D, πρβλ. Ἑρμησιάν. 84. 5) ὡς ἐπίθ., ὁδηγῶν, [[ὁδηγός]], γνώμη Χρυσ. Ἐπ. 69˙ ἄνεμοι Μανέθ. 5. 153. ΙΙ. ἡνίοχοι, οἱ, ἐν Ἀθήναις, [[τάξις]] πλουσίων πολιτῶν, οἵτινες ὑπεχρεοῦντο νὰ παρασκευάζωσιν ἅρματα πρὸς δημοσίαν ὑπηρεσίαν, Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 576. 42, Φώτ. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]] = ἔκφοροι ([[ἔκφορος]] ΙΙΙ), Φώτ. IV. [[ἀστερισμός]] τις, Ἄρατ. 156.
}}
}}
{{bailly
{{bailly