Anonymous

ὄσχη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄσχη''': ἡ, ὁ τοὺς ὄρχεις περιέχων [[θύλακος]], Λατ. scrotum, Ἱππ. 483. 15., 486. 13, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1. 12., 9. 50, 6, π. Ζ. Γεν. 1. 12, 2, Προβλ. 27. 11, εὑρίσκομεν τὸν τύπον [[ὀσχέα]]· ἐὰν τὸ [[ὄσχη]] προέκυψε κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ [[ὀσχέα]], [[δέον]] νὰ γράφηται ὀσχῆ: -[[ἕτερος]] [[τύπος]] ὄσχεος, ὁ, εὕρηται παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 4 (ἀλλὰ [[μετὰ]] διαφ. γραφ. [[ὀσχέα]]), φέρεται δὲ καὶ ὀσχεὸς παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 172, καὶ Ἡσύχ.· - [[ὡσαύτως]] ὄσχεον, τό, [[Πολυδ]]. Δ΄, 203, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[ὄσχος]], Νικ. Ἀλεξιφ. 108, Ἀθήν. 495F.
|lstext='''ὄσχη''': ἡ, ὁ τοὺς ὄρχεις περιέχων [[θύλακος]], Λατ. scrotum, Ἱππ. 483. 15., 486. 13, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1. 12., 9. 50, 6, π. Ζ. Γεν. 1. 12, 2, Προβλ. 27. 11, εὑρίσκομεν τὸν τύπον [[ὀσχέα]]· ἐὰν τὸ [[ὄσχη]] προέκυψε κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ [[ὀσχέα]], [[δέον]] νὰ γράφηται ὀσχῆ: -[[ἕτερος]] [[τύπος]] ὄσχεος, ὁ, εὕρηται παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 4 (ἀλλὰ [[μετὰ]] διαφ. γραφ. [[ὀσχέα]]), φέρεται δὲ καὶ ὀσχεὸς παρὰ Πολυδ. Β΄, 172, καὶ Ἡσύχ.· - [[ὡσαύτως]] ὄσχεον, τό, Πολυδ. Δ΄, 203, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[ὄσχος]], Νικ. Ἀλεξιφ. 108, Ἀθήν. 495F.
}}
}}
{{bailly
{{bailly