Anonymous

ῥάχη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η / [[ῥάχις]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το [[κατά]] [[μήκος]] της σπονδυλικής στήλης [[μέρος]] του κορμού, [[δεξιά]] και αριστερά της, που περιλαμβάνεται [[μεταξύ]] ώμου και αυχένα [[προς]] τα [[επάνω]] και λεκάνης [[προς]] τα [[κάτω]], η [[πλάτη]]<br /><b>2.</b> η σπονδυλική [[στήλη]], η [[ραχοκοκαλιά]] (α. «με πονάει όλη μου η [[ράχη]]» β. «σύγκειται δ' ἡ [[ῥάχις]] ἐκ σφονδύλων, τείνει δ' ἀπὸ τῆς κεφαλῆς [[μέχρι]] πρὸς τὰ ἰσχία», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[πλάγια]] ανηφορική [[έκταση]] όρους ή λόφου, η [[πλαγιά]] (α. «[[ράχη]] σε [[ράχη]] περπατεί, [[λημέρι]] σε [[λημέρι]]», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «κατέβαινε κατὰ τήν ἐπὶ τὰ [[πεδία]] κατατείνουσαν ῥάχιν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κορυφογραμμή]] χαμηλού όρους ή λόφου (α. «στων Ψαρών την ολόμαυρη [[ράχη]]», <b>Σολωμ.</b><br />β. «παράλληλοι δὲ τινες ῥάχεις ὀρῶν παρατείνουσι τῷ ποταμῷ», Στραβ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> επίμηκες μεσαίο [[τμήμα]] του σώματος, αμφίπλευρης μεν συμμετρίας [[αλλά]] κυρτό, ενός ζώου, ή φυτού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάθε]] κυρτή ή οπίσθια [[επιφάνεια]] ενός σώματος ή αντικειμένου («η [[ράχη]] του βιβλίου»)<br /><b>3.</b> ο [[άξονας]] του φτερού ενός πτηνού<br /><b>4.</b> <b>βοτ.</b> α) ο [[κύριος]] [[άξονας]] ενός πτερωτού φύλλου<br />β) ο [[κύριος]] [[άξονας]] μιας ταξιανθίας<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «η [[ράχη]] του καθίσματος [ή της πολυθρόνας ή του καναπέ]» — το [[ερεισίνωτο]], το [[μέρος]] όπου ο καθισμένος ακουμπά την [[πλάτη]] του<br />β) «η [[ράχη]] του μαχαιριού» — η αντίθετη [[προς]] την [[κόψη]] του μαχαιριού [[πλευρά]]<br />γ) «του γύρισε τη [[ράχη]]» — του φέρθηκε με [[περιφρόνηση]]<br />δ) «τον τρώει η [[ράχη]] του» — προκαλεί και μπορεί να τον δείρουν<br />ε) «τον έχω στη [[ράχη]] μου» — τον [[συντηρώ]]<br />στ) «έχει [[ενενήντα]] [[χρόνια]] στη [[ράχη]] του» — [[είναι]] [[ενενήντα]] ετών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[πλάγια]] [[πλευρά]] του ρινικού οστού («τὰ δ' [[ἑκατέρωθεν]] ἐπὶ τὰ μῆλα νεύοντα ὀστώδη ῥινὸς [[ῥάχις]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> η εξωτερική [[άκρη]] τών πλοκαμιών του χταποδιού<br /><b>3.</b> ο [[κορμός]] του ανθρώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ῥᾰχις</i> ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>wrăgh</i>- ή <i>wr</i><i>ā</i><i>gh</i>- (με -<i>α</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ῥᾱχός</i>) με σημ. «[[αγκάθι]], [[μύτη]], [[κορυφή]]» και συνδέεται με λιθουαν. <i>ražys</i> «[[καλαμιώνας]] με [[σιτηρά]]», <i>ražas</i> «[[καλαμιώνας]], [[ξερό]] [[κλαδί]]». Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται πιθ. και ο τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[ὀρήχου]] τῆς αἱμασιᾶς</i>, όπου το <i>ὀ</i>- αποτελεί πιθ. διαφορετική [[αντιπροσώπευση]] του αρκτικού F. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λ. με τους τ. [[ῥαχία]] και [[ῥάσσω]] παραμένει ανεπιβεβαίωτη. Για τη [[σχέση]] [[ανάμεσα]] στη σημ. της λ. [[ῥάχις]] «σπονδυλική [[στήλη]]» και τη σημ. της ρίζας «[[αγκάθι]], [[μύτη]]» (<b>πρβλ.</b> και [[ῥαχός]] «[[ακανθώδης]] [[θάμνος]], [[φράχτης]] από αγκαθωτά κλαδιά») <b>πρβλ.</b> και τις ανάλογες σημ. τών λέξεων: [[ἄκανθα]] «[[αγκάθι]], σπονδυλική [[στήλη]] ψαριού», λατ. <i>spina</i> «[[αγκάθι]], [[ράχη]]», γαλλ. <i>epine dorsale</i> «[[ραχοκοκαλιά]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>epine</i> «[[αγκάθι]]»), <b>βλ. λ.</b> [[άκανθα]]].<br /><b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />το [[ῥάχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[ῥάχος]], <i>το</i>, με [[αλλαγή]] γένους].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η / [[ῥάχις]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το [[κατά]] [[μήκος]] της σπονδυλικής στήλης [[μέρος]] του κορμού, [[δεξιά]] και αριστερά της, που περιλαμβάνεται [[μεταξύ]] ώμου και αυχένα [[προς]] τα [[επάνω]] και λεκάνης [[προς]] τα [[κάτω]], η [[πλάτη]]<br /><b>2.</b> η σπονδυλική [[στήλη]], η [[ραχοκοκαλιά]] (α. «με πονάει όλη μου η [[ράχη]]» β. «σύγκειται δ' ἡ [[ῥάχις]] ἐκ σφονδύλων, τείνει δ' ἀπὸ τῆς κεφαλῆς [[μέχρι]] πρὸς τὰ ἰσχία», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[πλάγια]] ανηφορική [[έκταση]] όρους ή λόφου, η [[πλαγιά]] (α. «[[ράχη]] σε [[ράχη]] περπατεί, [[λημέρι]] σε [[λημέρι]]», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «κατέβαινε κατὰ τήν ἐπὶ τὰ [[πεδία]] κατατείνουσαν ῥάχιν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κορυφογραμμή]] χαμηλού όρους ή λόφου (α. «στων Ψαρών την ολόμαυρη [[ράχη]]», <b>Σολωμ.</b><br />β. «παράλληλοι δὲ τινες ῥάχεις ὀρῶν παρατείνουσι τῷ ποταμῷ», Στραβ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> επίμηκες μεσαίο [[τμήμα]] του σώματος, αμφίπλευρης μεν συμμετρίας [[αλλά]] κυρτό, ενός ζώου, ή φυτού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάθε]] κυρτή ή οπίσθια [[επιφάνεια]] ενός σώματος ή αντικειμένου («η [[ράχη]] του βιβλίου»)<br /><b>3.</b> ο [[άξονας]] του φτερού ενός πτηνού<br /><b>4.</b> <b>βοτ.</b> α) ο [[κύριος]] [[άξονας]] ενός πτερωτού φύλλου<br />β) ο [[κύριος]] [[άξονας]] μιας ταξιανθίας<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «η [[ράχη]] του καθίσματος [ή της πολυθρόνας ή του καναπέ]» — το [[ερεισίνωτο]], το [[μέρος]] όπου ο καθισμένος ακουμπά την [[πλάτη]] του<br />β) «η [[ράχη]] του μαχαιριού» — η αντίθετη [[προς]] την [[κόψη]] του μαχαιριού [[πλευρά]]<br />γ) «του γύρισε τη [[ράχη]]» — του φέρθηκε με [[περιφρόνηση]]<br />δ) «τον τρώει η [[ράχη]] του» — προκαλεί και μπορεί να τον δείρουν<br />ε) «τον έχω στη [[ράχη]] μου» — τον [[συντηρώ]]<br />στ) «έχει [[ενενήντα]] [[χρόνια]] στη [[ράχη]] του» — [[είναι]] [[ενενήντα]] ετών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[πλάγια]] [[πλευρά]] του ρινικού οστού («τὰ δ' [[ἑκατέρωθεν]] ἐπὶ τὰ μῆλα νεύοντα ὀστώδη ῥινὸς [[ῥάχις]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> η εξωτερική [[άκρη]] τών πλοκαμιών του χταποδιού<br /><b>3.</b> ο [[κορμός]] του ανθρώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ῥᾰχις</i> ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>wrăgh</i>- ή <i>wr</i><i>ā</i><i>gh</i>- (με -<i>α</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ῥᾱχός</i>) με σημ. «[[αγκάθι]], [[μύτη]], [[κορυφή]]» και συνδέεται με λιθουαν. <i>ražys</i> «[[καλαμιώνας]] με [[σιτηρά]]», <i>ražas</i> «[[καλαμιώνας]], [[ξερό]] [[κλαδί]]». Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται πιθ. και ο τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[ὀρήχου]] τῆς αἱμασιᾶς</i>, όπου το <i>ὀ</i>- αποτελεί πιθ. διαφορετική [[αντιπροσώπευση]] του αρκτικού F. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λ. με τους τ. [[ῥαχία]] και [[ῥάσσω]] παραμένει ανεπιβεβαίωτη. Για τη [[σχέση]] [[ανάμεσα]] στη σημ. της λ. [[ῥάχις]] «σπονδυλική [[στήλη]]» και τη σημ. της ρίζας «[[αγκάθι]], [[μύτη]]» (<b>πρβλ.</b> και [[ῥαχός]] «[[ακανθώδης]] [[θάμνος]], [[φράχτης]] από αγκαθωτά κλαδιά») <b>πρβλ.</b> και τις ανάλογες σημ. τών λέξεων: [[ἄκανθα]] «[[αγκάθι]], σπονδυλική [[στήλη]] ψαριού», λατ. <i>spina</i> «[[αγκάθι]], [[ράχη]]», γαλλ. <i>epine dorsale</i> «[[ραχοκοκαλιά]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>epine</i> «[[αγκάθι]]»), <b>βλ. λ.</b> [[άκανθα]]].<br /><b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />το [[ῥάχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[ῥάχος]], <i>το</i>, με [[αλλαγή]] γένους].
}}
}}