3,273,773
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") |
||
(36 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=misthos | |Transliteration C=misthos | ||
|Beta Code=misqo/s | |Beta Code=misqo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[hire]], <b class="b3">μισθῷ ἔπι ῥητῷ</b> for [[fixed]] [[wage]]s, Il.21.445; <b class="b3">μισθοῖο τέλος</b> the [[end]] [[of our hired service]], ib.450; μισθὸς… εἰρημένος ἄρκιος ἔστω Hes.''Op.''370; θητεύειν ἐπὶ μισθῷ παρά τινι [[Herodotus|Hdt.]]8.137, cf. 5.65; πείθειν ἐπὶ μισθόν Id.8.4; μισθοῦ ἕνεκα ὑπηρετεῖν X.''An.''2.5.14: gen. [[μισθοῦ]] [[for hire]], S.''Tr.''560, Th.4.124, 7.25, D.19.94; μ. στρατεύεσθαι Plb.3.109.6; <b class="b3">μισθὸν δοῦναι, μισθὸν διδόναι, μισθὸν πορίζειν</b>, [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''609, ''HF''19, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]'' 1019; <b class="b3">ὡς ἐς ἑξήκοντα ναῦς μηνὸς μισθόν</b> as a [[month]]'s [[pay]], Th.6.8; μισθοὺς μεγάλους ἔφερον Thgn.434, cf. [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''66; μισθὸν λαβεῖν [[Herodotus|Hdt.]] 8.117, E.''IT''593, Th.8.83; δέχεσθαι X.''Ap.''16; φέρεσθαι Id.''Oec.''1.4; <b class="b3">μισθὸν πράττεσθαι</b> [[exact]] it, Pi.''O.''10(11).29, [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 325b; μισθὸν αἰτεῖν Id.''R.''345e; [[hire]], <b class="b3">μισθὸς ὄνων, μισθὸς πλοίου</b>, ''PAmh.''2.126.11,37.<br><span class="bld">b</span> esp. at Athens, [[pay]], [[allowance]] for public service, <b class="b3">μ. δικαστικός</b> Sch.Ar.''V.'' 299; μισθὸς [[ἐκκλησιαστικός]] Luc.''Dem.Enc.''25; <b class="b3">ὁ τῆς πρυτανείας μισθός</b> [[pay]] received during the [[prytany]], Aeschin.1.123.<br><span class="bld">2</span> physician's [[fee]], μισθὸν ἄρνυσθαι Arist.''Pol.''1287a36.<br><span class="bld">II</span> generally, [[recompense]], [[reward]], Il.10.304, etc.; ἀρετῆς μισθός [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 363d, cf. ''Ev.Matt.''5.12, etc.<br><span class="bld">2</span> in bad sense, [[requital]], [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1261, [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''221; μ. ἀνδρὶ δυσσεβεῖ E. ''Hipp.''1050. (Cf. Avest. mīˇžda-, Goth. mizdō, OSlav. mǐzda '[[pay]]', OE. meord, méd 'meed'.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0190.png Seite 190]] ὁ, [[Lohn]], [[Sold]]; μισθὸς [[ῥητός]], verabredeter Lohn, Il. 21, 445; εἰρημένος, Hes. O. 372; μισθὸς ἄλλοις [[ἄλλος]] ἐφ' ἕργμασιν [[γλυκύς]], Pind. I. 1, 47; [[ἀρέομαι]] Ἀθαναίων [[χάριν]] μισθόν, P. 1, 77; κ[[ἀμοῦ]] μισθὸν ἐνθήσειν κότῳ ἐπεύχεται, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0190.png Seite 190]] ὁ, [[Lohn]], [[Sold]]; μισθὸς [[ῥητός]], verabredeter Lohn, Il. 21, 445; εἰρημένος, Hes. O. 372; μισθὸς ἄλλοις [[ἄλλος]] ἐφ' ἕργμασιν [[γλυκύς]], Pind. I. 1, 47; [[ἀρέομαι]] Ἀθαναίων [[χάριν]] μισθόν, P. 1, 77; κ[[ἀμοῦ]] μισθὸν ἐνθήσειν κότῳ ἐπεύχεται, euphemism für Strafe, Aesch. Ag. 1234; παρηγμένους μισθοῖσιν εἰργάσθαι τάδε, Soph. Ant. 294; Trach. 557; κακῆς γυναικὸς μισθὸν ἀποτῖσαι, Eur. I. A. 1169; ἄξιον μισθὸν φέρεσθαι, Rhes. 162; φέρειν, Bacch. 257, Sold erhalten, wie Ar. Ach. 66. 137; μισθὸν πορίζειν, Eqq. 1014; ἐθήτευον ἐπὶ μισθῷ, sie dienten um Lohn, Her. 8, 137; Thuc. 8, 29 u. öfter; ἀξίως τοῦ μισθοῦ ὃν πράττομαι, den ich fordere, Plat. Prot. 328 b; [[ἀργύριον]] τελῶν ἐκείνῳ μισθὸν ὑπὲρ [[σεαυτοῦ]], ibd. 311 b; ἄρνυσθαι, 349 a; αἰτεῖν, Rep. I, 345 e; λαμβάνειν τινός, VIII, 568 c, wie Xen. An. 5, 6, 31; bes. von Soldaten, Söldnern; μισθοῦ, für Sold, οἳ ἔτυχον τῷ Περδίκκᾳ μισθοῦ μέλλοντες ἥξειν, Thuc. 4, 124; so τοὺς μισθοῦ τι πράττοντας, Dem. 18, 51, [[τίς]] μισθοῦ λέγει, 10, 75; vgl. Din. 1, 111; μισθοῦ στρατεύεσθαι, Pol. 3, 109, 6, der auch vrbdt τὸν μισθὸν ἐπιτιθέναι τινί, 5, 15, 8. – Auch im allgemeinen Sinne, Belohnung, Bestrafung, wie Plat. τῷ δικαίῳ παρὰ θεῶν ἆθλά τε καὶ μισθοὶ καὶ δῶρα γίγνεται, Rep. X, 614 a u. [[ἄνευ]] μισθοῦ ζημιώδους, Legg. I, 650 a, u. öfter bei Sp., wie Plut. u. Luc. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />salaire, <i>particul.</i><br /><b>1</b> [[gages]], [[paye]], [[honoraires]] : ἐπὶ μισθῷ HDT <i>ou simpl.</i> μισθοῦ SOPH moyennant salaire ; μισθὸν λαμβάνειν <i>ou</i> δέχεσθαι, recevoir un salaire ; φέρειν <i>ou</i> φέρεσθαι, gagner un salaire ; τελεῖν, donner <i>ou</i> payer un salaire;<br /><b>2</b> [[solde militaire]];<br /><b>3</b> [[loyer]] : [[ἐν]] μισθῷ οἰκεῖν XÉN habiter à loyer;<br /><b>4</b> [[récompense]], [[rémunération]] <i>en gén. ; en mauv. part</i> [[peine]], [[châtiment]].<br />'''Étymologie:''' DELG <i>skr.</i> midhá « prix d'un combat », <i>avest.</i> mizda « prix, récompense », <i>all.</i> Miete. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μισθός:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[заработная плата]], [[жалованье]], [[мзда]] (μισθὸν [[διδόναι]] Eur., τελεῖν или πορίζειν Arph.; μισθὸν λαμβάνειν Her., Eur., φέρεσθαι Xen. и φέρειν Arph. или δέχεσθαι Xen.; μισθὸν πράττεσθαι или αἰτεῖν Plat.): μισθῷ ἐπὶ ῥητῷ Hom. за условленную плату; μ. εἰρημένος Hes. плата по договору; θητεύειν ἐπὶ μισθῷ [[παρά]] τινι Her. служить у кого-л. за плату; μισθοῦ τὰ [[ἐπιτήδεια]] ἐργάζεσθαι Xen. работой (по найму) добывать средства к жизни; μισθοῦ στρατεύεσθαι Polyb. служить в войске наемником;<br /><b class="num">2</b> [[вознаграждение]], [[награда]] (τῷ δικαίῳ, τῆς ἀρετῆς Plat.);<br /><b class="num">3</b> [[возмездие]], [[кара]] (ἀνδρὶ δυσσεβεῖ Eur.; ἀδικίας NT). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μισθός''': -οῦ, ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.) ὡς καὶ νῦν, Ὅμ., κλ., μισθῷ ἐπὶ ῥητῷ, ἐπὶ ὡρισμένῳ μισθῷ, Ἰλ. Φ. 445· μισθοῖο [[τέλος]], τὸ [[τέλος]] τῆς ἐπὶ μισθῷ ὑπηρεσίας ἡμῶν, [[αὐτόθι]] 450· [[μισθός]]... εἰρημένος ἄρκιος ἔστω Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμέρ. 368· θητεύειν ἐπὶ μισθῷ Ἡρόδ. 8. 137, πρβλ. 5. 65· πείθειν ἐπὶ μ. ὁ αὐτ. 8.4· μισθοῦ [[ἕνεκα]], [[χάριν]] μισθοῦ, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 14· οὕτω κατὰ γεν., μισθοῦ Σοφ. Τρ. 560, Ξεν. Ἀπομν. 2, 8, 2, Δημ. 371. 6· ― μισθὸν διδόναι, τελεῖν, πορίζειν, Εὐρ. Ἀνδρ. 609, Ἡρ. Μαιν. 19, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1019· διδόναι [[ἑξήκοντα]] τάλαντα μηνὸς μισθόν, ὡς πληρωμὴν διὰ τὸν μῆνα, Θουκ. 6. 8· ― ἐναντία τούτοις [[εἶναι]] τὰ μισθὸν φέρειν Θέογν. 434, Ἀριστοφ. Ἀχ. 66· λαμβάνειν Ἡρόδ. 8. 116, Εὐριπ. Ι. Τ. 593· ἄρνυσθαι Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 7 δέχεσθαι Ξεν. Ἀπολ. 16· φέρεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 1. 4· μισθ. πράττεσθαι, δηλ. ἀπαιτεῖν καὶ λαμβάνειν, εἰσπράττειν, Πινδ. Ο. 10 (11). 35, Πλάτ.· μισθ. αἰτεῖν Πλάτ. Πολ. 345Ε. 2) ἐν Ἀθήναις ὁ μισθὸς τῶν στρατιωτῶν καὶ ναυτῶν, Θουκ. 6. 8, κτλ.· διαφέρων κατὰ τὴν ποσότητα, Böckh. P. E. 1. 363 κἑξ., Ἑρμάνν. Pol. Ant. § 152. 16· ― [[ὡσαύτως]], μ. [[βουλευτικός]], ἡ πληρωμὴ τῆς βουλῆς τῶν 500, μία δραχμὴ δι’ ἕκαστον ἄνδρα κατὰ πᾶσαν ἡμέραν συνεδρίας, μ. δικαστικὸς ἢ [[ἡλιαστικός]], ἡ ἀμοιβὴ τοῦ δικαστοῦ (κατὰ πρῶτον εἷς [[ὀβολός]], ἀλλ’ ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Κλέωνος [[τρεῖς]]) δι’ ἑκάστην ἡμέραν καθ’ ἣν παρευρίσκετο εἰς τὸ [[δικαστήριον]], μ. [[συνηγορικός]], ἡ ἀμοιβὴ δημοσίου συνηγόρου, δραχμὴ μία δι’ ἑκάστην ἡμέραν, καθ’ ἣν τὸ [[δικαστήριον]] συνήρχετο, μισθ. [[ἐκκλησιαστικός]], ἡ ἀμοιβὴ τῆς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ δήμου παρουσίας· περὶ ὧν πάντων ὅρα Böckh. P. E. 1. 228, 232, τῆς Ἀγγλικῆς μεταφρ., Ἑρμάνν. Προλεγ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ.· [[ὡσαύτως]], ὁ τῆς πρυτανείας μ., ὁ μισθὸς ὃν ἐλάμβανον οἱ πρυτάνεις κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς πρυτανείας, δηλ. [[πέντε]] ἑβδομάδων [[μισθός]], Αἰσχίν. 14. 45. 3) ἀμοιβὴ τοῦ ἰατροῦ, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 17. 4) = ἐνοίκιον, Ἡρώνδ. ΙΙ, 64. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ἀμοιβή]], ἀνταμοιβή, Ὅμηρ. κλ.· ἀρετῆς μ. Πλάτ. Πολ. 363D. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, πληρωμή, [[ἀνταπόδοσις]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1261, Σοφ. Ἀντ. 221· μ. ἀνδρὶ δυσσεβεῖ Εὐρ. Ἱππ. 1050. (Πρβλ. Ζενδ. mizhd-a (πληρωμή)· Γοτθ. mizd-ô· Σλαυ. mizd-a ([[μισθός]])· ― ὁ Fest. [[ὡσαύτως]] ἑρμηνεύει τὸ Λατ. metelli διὰ τοῦ mercenarii). | |lstext='''μισθός''': -οῦ, ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.) ὡς καὶ νῦν, Ὅμ., κλ., μισθῷ ἐπὶ ῥητῷ, ἐπὶ ὡρισμένῳ μισθῷ, Ἰλ. Φ. 445· μισθοῖο [[τέλος]], τὸ [[τέλος]] τῆς ἐπὶ μισθῷ ὑπηρεσίας ἡμῶν, [[αὐτόθι]] 450· [[μισθός]]... εἰρημένος ἄρκιος ἔστω Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμέρ. 368· θητεύειν ἐπὶ μισθῷ Ἡρόδ. 8. 137, πρβλ. 5. 65· πείθειν ἐπὶ μ. ὁ αὐτ. 8.4· μισθοῦ [[ἕνεκα]], [[χάριν]] μισθοῦ, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 14· οὕτω κατὰ γεν., μισθοῦ Σοφ. Τρ. 560, Ξεν. Ἀπομν. 2, 8, 2, Δημ. 371. 6· ― μισθὸν διδόναι, τελεῖν, πορίζειν, Εὐρ. Ἀνδρ. 609, Ἡρ. Μαιν. 19, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1019· διδόναι [[ἑξήκοντα]] τάλαντα μηνὸς μισθόν, ὡς πληρωμὴν διὰ τὸν μῆνα, Θουκ. 6. 8· ― ἐναντία τούτοις [[εἶναι]] τὰ μισθὸν φέρειν Θέογν. 434, Ἀριστοφ. Ἀχ. 66· λαμβάνειν Ἡρόδ. 8. 116, Εὐριπ. Ι. Τ. 593· ἄρνυσθαι Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 7 δέχεσθαι Ξεν. Ἀπολ. 16· φέρεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 1. 4· μισθ. πράττεσθαι, δηλ. ἀπαιτεῖν καὶ λαμβάνειν, εἰσπράττειν, Πινδ. Ο. 10 (11). 35, Πλάτ.· μισθ. αἰτεῖν Πλάτ. Πολ. 345Ε. 2) ἐν Ἀθήναις ὁ μισθὸς τῶν στρατιωτῶν καὶ ναυτῶν, Θουκ. 6. 8, κτλ.· διαφέρων κατὰ τὴν ποσότητα, Böckh. P. E. 1. 363 κἑξ., Ἑρμάνν. Pol. Ant. § 152. 16· ― [[ὡσαύτως]], μ. [[βουλευτικός]], ἡ πληρωμὴ τῆς βουλῆς τῶν 500, μία δραχμὴ δι’ ἕκαστον ἄνδρα κατὰ πᾶσαν ἡμέραν συνεδρίας, μ. δικαστικὸς ἢ [[ἡλιαστικός]], ἡ ἀμοιβὴ τοῦ δικαστοῦ (κατὰ πρῶτον εἷς [[ὀβολός]], ἀλλ’ ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Κλέωνος [[τρεῖς]]) δι’ ἑκάστην ἡμέραν καθ’ ἣν παρευρίσκετο εἰς τὸ [[δικαστήριον]], μ. [[συνηγορικός]], ἡ ἀμοιβὴ δημοσίου συνηγόρου, δραχμὴ μία δι’ ἑκάστην ἡμέραν, καθ’ ἣν τὸ [[δικαστήριον]] συνήρχετο, μισθ. [[ἐκκλησιαστικός]], ἡ ἀμοιβὴ τῆς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ δήμου παρουσίας· περὶ ὧν πάντων ὅρα Böckh. P. E. 1. 228, 232, τῆς Ἀγγλικῆς μεταφρ., Ἑρμάνν. Προλεγ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ.· [[ὡσαύτως]], ὁ τῆς πρυτανείας μ., ὁ μισθὸς ὃν ἐλάμβανον οἱ πρυτάνεις κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς πρυτανείας, δηλ. [[πέντε]] ἑβδομάδων [[μισθός]], Αἰσχίν. 14. 45. 3) ἀμοιβὴ τοῦ ἰατροῦ, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 17. 4) = ἐνοίκιον, Ἡρώνδ. ΙΙ, 64. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ἀμοιβή]], ἀνταμοιβή, Ὅμηρ. κλ.· ἀρετῆς μ. Πλάτ. Πολ. 363D. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, πληρωμή, [[ἀνταπόδοσις]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1261, Σοφ. Ἀντ. 221· μ. ἀνδρὶ δυσσεβεῖ Εὐρ. Ἱππ. 1050. (Πρβλ. Ζενδ. mizhd-a (πληρωμή)· Γοτθ. mizd-ô· Σλαυ. mizd-a ([[μισθός]])· ― ὁ Fest. [[ὡσαύτως]] ἑρμηνεύει τὸ Λατ. metelli διὰ τοῦ mercenarii). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[μισθός]] (-ός, -οῖο, -ῷ, -όν.) | |sltr=[[μισθός]] (-ός, -οῖο, -ῷ, -όν.) [[fee]], [[reward]] ὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ' ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον πράσσοιτο (O. 10.29) [[ἀρέομαι]] πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων [[χάριν]] μισθόν (P. 1.77) ἔτραπεν καὶ κεῖνον ἀγάνορι μισθῷ χρυσὸς ἐν χερσὶν φανεὶς (P. 3.55) εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον (Christ: μισθῷ codd.) (P. 11.41) [[ποτίφορος]] δ' ἀγαθοῖσι μισθὸς [[οὗτος]] (N. 7.63) μισθὸς γὰρ ἄλλοις [[ἄλλος]] ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις [[γλυκύς]] (I. 1.47) | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 29: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=μισθοῦ, ὁ (from | |txtha=μισθοῦ, ὁ (from Homer down), the Sept. for שָׂכָר, [[also]] for מַשְׂכֹּרֶת, etc.;<br /><b class="num">1.</b> dues paid for [[work]]; wages, [[hire]]: [[κατά]] [[ὀφείλημα]]); in a Proverbs, [[ἐκχέω]], at the [[end]]); [[μισθός]] ἀδικίας, wages obtained by [[iniquity]], Winer's Grammar, § 30,1a.).<br /><b class="num">2.</b> [[reward]]: used — of the [[fruit]] [[naturally]] resulting from [[toils]] and endeavors, [[divine]] [[recompense]]:<br /><b class="num">a.</b> in [[both]] senses, rewards and punishments: Herzog xx, pp. 4-14)): ἔχειν μισθόν, to [[have]] a [[reward]], is used of those for whom a [[reward]] is [[reserved]] by God, whom a [[divine]] [[reward]] awaits, [[παρά]] τῷ πατρί [[ὑμῶν]] τῷ ἐν τοῖς οὐρανοῖς added, [[μισθός]] ἀδικίας, τῆς δυσσεβείας, 2 Maccabees 8:33. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μιστός]], ο (ΑΜ [[μισθός]], Μ και [[μιστός]])<br />η [[αντιπαροχή]], [[κατά]] κανόνα χρηματική, η οποία καταβάλλεται στον εργαζόμενο για ορισμένη [[εργασία]] από το [[πρόσωπο]] ή τον οργανισμό που ωφελείται από αυτήν, καθορισμένη [[αμοιβή]] εργασίας, αποδοχές, απολαβές (α. «[[μηνιαίος]] [[μισθός]]» β. «ὅτ' ἀγήνορι Λαομέδοντι πάρ' Διὸς ἐλθόντες θητεύσαμεν εἰς ἐνιαυτὸν μισθῷ ἔπι ῥητῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(οικον.)</b> η καταβαλλόμενη [[τιμή]] για την [[αγορά]] τών υπηρεσιών του παραγωγικού συντελεστή<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κάνω]] [[μισθό]]» — [[εισπράττω]] την [[αμοιβή]] μου<br />β) «[[άξιος]] ο [[μισθός]] σου»<br /><b>εκκλ.</b> i) [[μακάρι]] να [[είναι]] αντάξια [[προς]] την αγαθή σου [[πράξη]] η [[ανταμοιβή]] σου από τον θεό<br />ii) (ειρωνικά) λέγεται σε ανθρώπους που προσέφεραν ασήμαντες εκδουλεύσεις ή και έβλαψαν άλλους<br />γ) «[[μισθός]] [[κοινωνικός]]» — οι δαπάνες του δημοσίου για κοινωνική [[πρόνοια]], κοινωνική [[ασφάλιση]], [[υγεία]] και [[παιδεία]], που αποτελούν έμμεσες παροχές [[προς]] τους εργαζομένους και βελτιώνουν το βιοτικό τους επίπεδο<br />δ) «[[διολίσθηση]] μισθών»<br /><b>(οικον.)</b> η [[μετατόπιση]] [[προς]] τα άνω του επιπέδου τών μισθών ή ημερομισθίων, το οποίο έχει καθοριστεί [[μετά]] από διαπραγματεύσεις τών ενδιαφερόμενων [[μερών]]<br />ε) «[[θεωρία]] μισθών»<br /><b>(οικον.)</b> το [[τμήμα]] της οικονομικής θεωρίας που επιχειρεί να εξηγήσει τον προσδιορισμό της αμοιβής της εργασίας<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> θεϊκή [[ανταμοιβή]] στη μέλλουσα ζωή για ενάρετες πράξεις<br /><b>2.</b> [[αγαθοεργία]], [[ευεργεσία]], [[ελεημοσύνη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αμοιβή]], [[πληρωμή]] στρατιωτών ή ναυτών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αμοιβή]] που παρέχονταν για [[δημόσια]] [[υπηρεσία]] («πρυτανείας [[μισθός]]» — [[αμοιβή]] την οποία έπαιρναν οι πρυτάνεις [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της θητείας τους, δηλ. για [[πέντε]] εβδομάδες<br /><b>2.</b> [[αμοιβή]] γιατρού<br /><b>3.</b> έμμισθη [[υπηρεσία]]<br /><b>4.</b> [[μίσθωμα]], [[εκμίσθωση]]<br /><b>5.</b> [[ενοίκιο]]<br /><b>6.</b> (γενικά) [[ανταμοιβή]], [[ανταπόδοση]] («ὅτι ὁ [[μισθός]] ὑμῶν πολὺς ἐν | |mltxt=και [[μιστός]], ο (ΑΜ [[μισθός]], Μ και [[μιστός]])<br />η [[αντιπαροχή]], [[κατά]] κανόνα χρηματική, η οποία καταβάλλεται στον εργαζόμενο για ορισμένη [[εργασία]] από το [[πρόσωπο]] ή τον οργανισμό που ωφελείται από αυτήν, καθορισμένη [[αμοιβή]] εργασίας, αποδοχές, απολαβές (α. «[[μηνιαίος]] [[μισθός]]» β. «ὅτ' ἀγήνορι Λαομέδοντι πάρ' Διὸς ἐλθόντες θητεύσαμεν εἰς ἐνιαυτὸν μισθῷ ἔπι ῥητῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(οικον.)</b> η καταβαλλόμενη [[τιμή]] για την [[αγορά]] τών υπηρεσιών του παραγωγικού συντελεστή<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κάνω]] [[μισθό]]» — [[εισπράττω]] την [[αμοιβή]] μου<br />β) «[[άξιος]] ο [[μισθός]] σου»<br /><b>εκκλ.</b> i) [[μακάρι]] να [[είναι]] αντάξια [[προς]] την αγαθή σου [[πράξη]] η [[ανταμοιβή]] σου από τον θεό<br />ii) (ειρωνικά) λέγεται σε ανθρώπους που προσέφεραν ασήμαντες εκδουλεύσεις ή και έβλαψαν άλλους<br />γ) «[[μισθός]] [[κοινωνικός]]» — οι δαπάνες του δημοσίου για κοινωνική [[πρόνοια]], κοινωνική [[ασφάλιση]], [[υγεία]] και [[παιδεία]], που αποτελούν έμμεσες παροχές [[προς]] τους εργαζομένους και βελτιώνουν το βιοτικό τους επίπεδο<br />δ) «[[διολίσθηση]] μισθών»<br /><b>(οικον.)</b> η [[μετατόπιση]] [[προς]] τα άνω του επιπέδου τών μισθών ή ημερομισθίων, το οποίο έχει καθοριστεί [[μετά]] από διαπραγματεύσεις τών ενδιαφερόμενων [[μερών]]<br />ε) «[[θεωρία]] μισθών»<br /><b>(οικον.)</b> το [[τμήμα]] της οικονομικής θεωρίας που επιχειρεί να εξηγήσει τον προσδιορισμό της αμοιβής της εργασίας<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> θεϊκή [[ανταμοιβή]] στη μέλλουσα ζωή για ενάρετες πράξεις<br /><b>2.</b> [[αγαθοεργία]], [[ευεργεσία]], [[ελεημοσύνη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αμοιβή]], [[πληρωμή]] στρατιωτών ή ναυτών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αμοιβή]] που παρέχονταν για [[δημόσια]] [[υπηρεσία]] («πρυτανείας [[μισθός]]» — [[αμοιβή]] την οποία έπαιρναν οι πρυτάνεις [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της θητείας τους, δηλ. για [[πέντε]] εβδομάδες<br /><b>2.</b> [[αμοιβή]] γιατρού<br /><b>3.</b> έμμισθη [[υπηρεσία]]<br /><b>4.</b> [[μίσθωμα]], [[εκμίσθωση]]<br /><b>5.</b> [[ενοίκιο]]<br /><b>6.</b> (γενικά) [[ανταμοιβή]], [[ανταπόδοση]] («ὅτι ὁ [[μισθός]] ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς», ΚΔ)<br /><b>7.</b> [[ποινή]], [[τιμωρία]], [[ανταπόδοση]] κακού («μισθὸς γὰρ [[οὗτος]] ἐστιν ἀνδρὶ δυσσεβεῖ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «μισθὸς ἀδικίας» — παράνομο [[κέρδος]]<br />β) «μισθὸν πράττομαι» ή «μισθὸν φέρομαι» ή «μισθὸν αἰτῶ» — [[λαμβάνω]] [[αμοιβή]]<br />γ) «μισθοῦ [[ἕνεκα]]» ή [[απλώς]] «μισθοῦ» (ως γεν. της αιτίας) [[χάριν]] αμοιβής, [[χάριν]] μισθού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>mizdho</i>- «[[μισθός]], [[αμοιβή]]» και συνδέεται με λ. της Ινδοϊρανικής ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ī</i><i>dha</i>- «[[βραβείο]] ενός αγώνα», αβεστ. <i>mižda</i> «[[βραβείο]], [[ανταμοιβή]]»), της Γερμανικής ([[πρβλ]]. γοτθ. <i>mizdo</i> «[[μισθός]]», αρχ. άνω γερμ. <i>m</i><i>ē</i><i>ta</i>, γερμ. <i>Μiete</i> «[[ενοίκιο]]») και της Σλαβικής ([[πρβλ]]. αρχ. σλαβ. <i>mĭzda</i> «[[ανταμοιβή]], [[μισθός]]»). Η αρχική σημ. της λ. [[είναι]] «έπαθλο για ένα λαμπρό [[κατόρθωμα]]», [[πρβλ]]. [[μισθαρνώ]]. Η λ. με τη σημ. «[[μισθός]]», [[ιδίως]] για στρατιώτες έχει αντικατασταθεί, από τους ελληνιστικούς χρόνους, από τη λ. <i>οψώνιον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μισθάριον]], [[μίσθιος]], [[μισθώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μίσθαρνος]], [[μισθαρνώ]], [[μισθοδότης]], [[μισθοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μισθαποληψία]], [[μισθαποχή]], [[μισθαρχίδης]], [[μισθόδουλος]], [[μισθόδωρος]], [[μισθοκαρπία]], <i>μισθολόγια</i>, [[μισθομολογία]], [[μισθοπιπράσκω]], [[μισθουργός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μισθαποδότης]], [[μισθοποιούμαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μισθαγώγημαν]], [[μισθαγωγός]], [[μισθάργος]], [[μισθοκομίζομαι]], [[μισθοπάροχος]], [[μισθοπορία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μισθολόγιο]]. (Β συνθετικό) [[αδρόμισθος]], [[άμισθος]], [[έμμισθος]], [[μεγαλόμισθος]], [[υπόμισθος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντίμισθος]], [[απόμισθος]], [[βαρύμισθος]], [[έκμισθος]], [[εντελόμισθος]], <i>επίμισθος</i>, [[κακόμισθος]], [[ληψολιγόμισθος]], [[μακρόμισθος]], [[μικρόμισθος]], [[ολιγόμισθος]], [[πολύμισθος]], [[πρωτόμισθος]], [[τακτόμισθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αργόμισθος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μισθός:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αμοιβή]], [[πληρωμή]], [[μισθός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>μισθῷ ἐπὶ ῥητῷ</i>, λέγεται για προσυμφωνημένες αμοιβές, σε Ομήρ. Ιλ.· μισθοῖο [[τέλος]], [[τέλος]] [[μισθωτής]] μας υπηρεσίας, στο ίδ.· <i>θητεύειν ἐπὶμισθῷ</i>, σε Ηρόδ.· μισθοῦ [[ἕνεκα]], λέγεται για [[πληρωμή]] ή [[μισθοδοσία]], σε Ξεν.· ομοίως στη γεν., <i>μισθοῦ</i>, σε Σοφ., Ξεν.· <i>μηνὸς μισθόν</i>, ως [[μηνιαίος]] [[μισθός]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> στην Αθήνα, η [[πληρωμή]] των στρατιωτών και των ναυτών, στον ίδ. κ.λπ.· επίσης, μισθὸς [[βουλευτικός]], η [[πληρωμή]] της Βουλής των Πεντακοσίων, [[μία]] [[δραχμή]] στον καθένα για [[κάθε]] [[ημέρα]] που βρισκόταν σε [[συνεδρία]]· μισθὸς [[δικαστικός]] ή [[ἡλιαστικός]], [[αμοιβή]] ενός δικαστή (αρχικά [[ένας]] [[οβολός]], [[αλλά]] από τον καιρό του Κλέωνα [[τρεις]]) για [[κάθε]] [[μέρα]] που παρευρέθηκε στο δικαστήριο· μισθὸς [[συνηγορικός]], [[αμοιβή]] δημόσιου συνήγορου, [[μία]] [[δραχμή]] για [[κάθε]] [[μέρα]] συνεδρίασης του δικαστηρίου· μισθὸς [[ἐκκλησιαστικός]], [[αμοιβή]] για την [[παρουσία]] στην [[εκκλησία]] του δήμου.<br /><b class="num">3.</b> [[αμοιβή]] γιατρού, σε Αριστ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[αποζημίωση]], [[ανταμοιβή]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[πληρωμή]], [[ανταπόδοση]] ([[εκδίκηση]]), στους Τραγ. | |lsmtext='''μισθός:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αμοιβή]], [[πληρωμή]], [[μισθός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>μισθῷ ἐπὶ ῥητῷ</i>, λέγεται για προσυμφωνημένες αμοιβές, σε Ομήρ. Ιλ.· μισθοῖο [[τέλος]], [[τέλος]] [[μισθωτής]] μας υπηρεσίας, στο ίδ.· <i>θητεύειν ἐπὶμισθῷ</i>, σε Ηρόδ.· μισθοῦ [[ἕνεκα]], λέγεται για [[πληρωμή]] ή [[μισθοδοσία]], σε Ξεν.· ομοίως στη γεν., <i>μισθοῦ</i>, σε Σοφ., Ξεν.· <i>μηνὸς μισθόν</i>, ως [[μηνιαίος]] [[μισθός]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> στην Αθήνα, η [[πληρωμή]] των στρατιωτών και των ναυτών, στον ίδ. κ.λπ.· επίσης, μισθὸς [[βουλευτικός]], η [[πληρωμή]] της Βουλής των Πεντακοσίων, [[μία]] [[δραχμή]] στον καθένα για [[κάθε]] [[ημέρα]] που βρισκόταν σε [[συνεδρία]]· μισθὸς [[δικαστικός]] ή [[ἡλιαστικός]], [[αμοιβή]] ενός δικαστή (αρχικά [[ένας]] [[οβολός]], [[αλλά]] από τον καιρό του Κλέωνα [[τρεις]]) για [[κάθε]] [[μέρα]] που παρευρέθηκε στο δικαστήριο· μισθὸς [[συνηγορικός]], [[αμοιβή]] δημόσιου συνήγορου, [[μία]] [[δραχμή]] για [[κάθε]] [[μέρα]] συνεδρίασης του δικαστηρίου· μισθὸς [[ἐκκλησιαστικός]], [[αμοιβή]] για την [[παρουσία]] στην [[εκκλησία]] του δήμου.<br /><b class="num">3.</b> [[αμοιβή]] γιατρού, σε Αριστ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[αποζημίωση]], [[ανταμοιβή]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[πληρωμή]], [[ανταπόδοση]] ([[εκδίκηση]]), στους Τραγ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: | |etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[hire]], [[pay]], [[wages]], [[reward]], [[daily wages]] (Il.).<br />Compounds: Several compp., e.g. <b class="b3">μισθο-δό-της</b> m.. [[who pays wages]], <b class="b3">-τέω</b>, <b class="b3">-σία</b> (Att.), comp. of <b class="b3">μισθὸν δοῦναι</b> with <b class="b3">τη-</b>suffix, <b class="b3">μισθο-φορέω</b> [[get wages]] with <b class="b3">-φόρος</b> [[who served for hire]], <b class="b3">-φορά</b> [[wages]]; <b class="b3">ἔμ-μισθος</b> [[being paid]] (Att.).<br />Derivatives: Diminut. [[μισθάριον]] (Hp., com., pap.), adj. [[μίσθιος]] [[hired]] (hell.) and the verb [[μισθόομαι]], <b class="b3">-όω</b> [[hire for oneself]], act. [[hire]] (IA.) with several derivv.: [[μίσθωμα]] [[rent]], [[rent agreed]] (Att.), <b class="b3">-ωμάτιον</b> (Alciphr.), [[μίσθωσις]] [[hiring]] (Att.), <b class="b3">-ώσιμος</b> [[which can be hired]] (Lex. ap. D.; Arbenz 66), <b class="b3">-ωσιμαῖος</b> (gloss.); [[μισθωτός]] (direct from [[μισθός]]?) [[with hire]], [[hired]], [[hireling]], [[mercenary]] (IA.), <b class="b3">-ωτής</b> m. [[tenant]] (Att.), f. <b class="b3">-ώτρια</b> (Phryn. Com.), <b class="b3">-ωτικός</b> [[belonging to rent]] (Pl., pap.), <b class="b3">-ωτήριον</b> [[meetingplace of the μισθωτοί]] (Ephesos IIp, H. s. [[ὄψ]]' [[ἦλθες]]).<br />Origin: IE [Indo-European] [746] <b class="b2">*misdʰo-</b> [[salary]]<br />Etymology: Old name for an old idea, preserved also in Indo-Iranian, Germanic and Slavic: Skt. <b class="b2">mīḍhám</b> n. [[price in a match]], [[match]], Iran., e.g. Av. <b class="b2">mižda-</b> n. [[wages]], Germ., e.g. Goth. [[mizdo]] f. [[wages]], NHG [[Miete]], Slav., e.g. OCS [[mьzda]], Russ. <b class="b2">mzdá</b> f. [[wages]], [[hire]], [[reward]], IE <b class="b2">*misdʰó-</b>. Undemonstrable further analysis by Specht Ursprung 249 f. Because of the fem. gender of the Germ. and Slav. words Meillet MSL 21, 111 considers <b class="b2">*mizdhó-</b> as old fem.; but then the change of gender in [[μισθός]] is remarkable; cf. Kretschmer Glotta 12, 210, Schwyzer-Debrunner 34 n. 2. -- In the sense of [[salary]] [[μισθός]] was since hellenism replaced by [[ὀψώνιον]] (Chantraine Études 25 f.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 47: | Line 47: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''μισθός''': {misthós}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Lohn]], [[Sold]], [[Miete]], [[Belohnung]], [[Tagelohn]] (seit Il.).<br />'''Composita''' : Zahlreiche Kompp., z.B. [[μισθοδότης]] m.. [[Soldgeber]], -τέω, -σία (att.), Zusammenbildung von μισθὸν [[δοῦναι]] mit τη-Suffix, [[μισθοφορέω]] [[Sold erhalten]] mit -[[φόρος]] [[Söldner]], -[[φορά]] ‘Be- soldung’; [[ἔμμισθος]] [[in Lohn stehend]] (att.).<br />'''Derivative''': Davon das Deminutivum [[μισθάριον]] (Hp., Kom., Pap.), das Adj. [[μίσθιος]] [[besoldet]], [[gemietet]] (hell. u. sp.) und das Verb μισθόομαι, -όω [[für sich mieten]], [[in Sold nehmen]], Akt. [[vermieten]] (ion. att.) mit zahlreichen Ablegern : [[μίσθωμα]] [[Pachtgeld]], [[Pachtvertrag]] (att.), -ωμάτιον (Alkiphr.), [[μίσθωσις]] [[Vermietung]], [[Verdingung]] (att.), -ώσιμος [[vermietbar]] (Lex. ap. D. u.a.; Arbenz 66), -ωσιμαῖος (Gloss.); [[μισθωτός]] (direkt von [[μισθός]]?) [[mit Sold versehen]], [[gemietet]], [[Mietling]], [[Tagelöhner]] (ion. att.), -ωτής m. [[Pächter]] (att. usw.), f. -ώτρια (Phryn. Kom.), -ωτικός [[zur Pachtung gehörig]] (Pl., Pap.), -ωτήριον ‘Versammlung(splatz) der μισθωτοί’ (Ephesos II<sup>p</sup>, H. s. ὄψ’ ἦλθες).<br />'''Etymology''' : Alte Benennung eines alten Begriffs, die auch im Indoiranischen, Germanischen und Slavischen erhalten ist: aind. ''mīḍhám'' n. [[Kampfpreis]], [[Wettkampf]], iran., z.B. aw. ''mižda''- n. [[Lohn]], germ., z.B. got. ''mizdo'' f. [[Lohn]], nhd. ''Miete'', slav., z.B. aksl. ''mьzda'', russ. ''mzdá'' f. [[Lohn]], [[Entgelt]], [[Belohnung]], idg. *''mizdhó''-. Unbeweisbare weitere Zerlegung von Specht Ursprung 249 f. Wegen des fem. Genus der germ. und slav. Wörter betrachtet Meillet MSL 21, 111 *''mizdhó''- als altes Fem.; auffallend ist aber dann der anzunehmende Genuswechsel bei [[μισθός]]; vgl. Kretschmer Glotta 12, 210, Schwyzer-Debrunner 34 A. 2. —Im Sinn von [[Lohn]] wurde [[μισθός]] seit dem Hellenismus durch [[ὀψώνιον]] ersetzt (Chantraine Études 25 f.).<br />'''Page''' 2,244 | |ftr='''μισθός''': {misthós}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Lohn]], [[Sold]], [[Miete]], [[Belohnung]], [[Tagelohn]] (seit Il.).<br />'''Composita''': Zahlreiche Kompp., z.B. [[μισθοδότης]] m.. [[Soldgeber]], -τέω, -σία (att.), Zusammenbildung von μισθὸν [[δοῦναι]] mit τη-Suffix, [[μισθοφορέω]] [[Sold erhalten]] mit -[[φόρος]] [[Söldner]], -[[φορά]] ‘Be- soldung’; [[ἔμμισθος]] [[in Lohn stehend]] (att.).<br />'''Derivative''': Davon das Deminutivum [[μισθάριον]] (Hp., Kom., Pap.), das Adj. [[μίσθιος]] [[besoldet]], [[gemietet]] (hell. u. sp.) und das Verb μισθόομαι, -όω [[für sich mieten]], [[in Sold nehmen]], Akt. [[vermieten]] (ion. att.) mit zahlreichen Ablegern: [[μίσθωμα]] [[Pachtgeld]], [[Pachtvertrag]] (att.), -ωμάτιον (Alkiphr.), [[μίσθωσις]] [[Vermietung]], [[Verdingung]] (att.), -ώσιμος [[vermietbar]] (Lex. ap. D. u.a.; Arbenz 66), -ωσιμαῖος (Gloss.); [[μισθωτός]] (direkt von [[μισθός]]?) [[mit Sold versehen]], [[gemietet]], [[Mietling]], [[Tagelöhner]] (ion. att.), -ωτής m. [[Pächter]] (att. usw.), f. -ώτρια (Phryn. Kom.), -ωτικός [[zur Pachtung gehörig]] (Pl., Pap.), -ωτήριον ‘Versammlung(splatz) der μισθωτοί’ (Ephesos II<sup>p</sup>, H. s. ὄψ’ ἦλθες).<br />'''Etymology''': Alte Benennung eines alten Begriffs, die auch im Indoiranischen, Germanischen und Slavischen erhalten ist: aind. ''mīḍhám'' n. [[Kampfpreis]], [[Wettkampf]], iran., z.B. aw. ''mižda''- n. [[Lohn]], germ., z.B. got. ''mizdo'' f. [[Lohn]], nhd. ''Miete'', slav., z.B. aksl. ''mьzda'', russ. ''mzdá'' f. [[Lohn]], [[Entgelt]], [[Belohnung]], idg. *''mizdhó''-. Unbeweisbare weitere Zerlegung von Specht Ursprung 249 f. Wegen des fem. Genus der germ. und slav. Wörter betrachtet Meillet MSL 21, 111 *''mizdhó''- als altes Fem.; auffallend ist aber dann der anzunehmende Genuswechsel bei [[μισθός]]; vgl. Kretschmer Glotta 12, 210, Schwyzer-Debrunner 34 A. 2. —Im Sinn von [[Lohn]] wurde [[μισθός]] seit dem Hellenismus durch [[ὀψώνιον]] ersetzt (Chantraine Études 25 f.).<br />'''Page''' 2,244 | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':misqÒj 米士拖士<br />'''詞類次數''':名詞(29)<br />'''原文字根''':雇用 相當於: ([[ | |sngr='''原文音譯''':misqÒj 米士拖士<br />'''詞類次數''':名詞(29)<br />'''原文字根''':雇用 相當於: ([[מַשְׂכֹּרֶת]]‎) ([[שָׂכָר]]‎)<br />'''字義溯源''':工資*,工錢,工價,報賞,賞賜,賞罰。根據神的聖潔和公義,對良善的,他要賞賜生命;對邪惡的,他要報於滅亡。比較: ([[ὀψώνιον]])=士兵的糧食,工價<br />'''同源字''':1) ([[ἀντιμισθία]])酬報 2) ([[μισθαποδοσία]])酬勞 3) ([[μισθαποδότης]])賞賜者 4) ([[μίσθιος]])工資賺取者 5) ([[μισθός]])工資 6) ([[μισθόω]])雇用 7) ([[μίσθωμα]])租的房屋 8) ([[μισθωτός]])賺工資的工人<br />'''出現次數''':總共(29);太(10);可(1);路(3);約(1);徒(1);羅(1);林前(4);提前(1);雅(1);彼後(2);約貳(1);猶(1);啓(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 賞賜(18) 太5:12; 太5:46; 太6:1; 太6:2; 太6:5; 太6:16; 太10:41; 太10:41; 太10:42; 可9:41; 路6:23; 路6:35; 林前3:8; 林前3:14; 林前9:17; 林前9:18; 約貳1:8; 啓11:18;<br />2) 工價(7) 路10:7; 約4:36; 徒1:18; 羅4:4; 提前5:18; 彼後2:13; 彼後2:15;<br />3) 工錢(2) 太20:8; 雅5:4;<br />4) 報賞(1) 啓22:12;<br />5) 為工價(1) 猶1:11 | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[bribe]], [[pay]], [[recompense]], [[reward]] | |woodrun=[[bribe]], [[pay]], [[recompense]], [[reward]] | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[merces]], [[stipendium]]'', [[pay]], [[tribute]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.31.1/ 1.31.1],<br><i>similiter</i> <i>similarly</i> [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%201.60.1/ 1.60.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%201.121.3/ 1.121.3],<br><i>similiter</i> <i>similarly</i> [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%201.143.1/ 1.143.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%201.31.2/ 1.31.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.96.2/ 2.96.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.17.3/ 3.17.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.80.5/ 4.80.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.124.4/ 4.124.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.6.2/ 5.6.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.8.1/ 6.8.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.22.1/ 6.22.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.31.3/ 6.31.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%206.31.5/ 6.31.5], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> τοῦ <i>om.</i> <i>omit</i>] [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.13.2/ 7.13.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.25.7/ 7.25.7], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.57.9/ 7.57.9], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%207.57.9/ 7.57.9][https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.29.2/ 8.29.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.36.1/ 8.36.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.45.2/ 8.45.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.45.6/ 8.45.6], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.46.1/ 8.46.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.48.3/ 8.48.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.69.4/ 8.69.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.83.3/ 8.83.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.84.2/ 8.84.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.85.3/ 8.85.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.97.1/ 8.97.1]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[pay]]=== | |||
Arabic: معاش, أجر; Bulgarian: плащане, заплата; Chinese Danish: betaling; Finnish: kuukausipalkka, vuosipalkka, kiinteä palkka, palkka, liksa; French: [[paye]], [[paie]]; German: [[Gehalt]]; Greek: [[μισθός]]; Ancient Greek: [[μισθός]], [[ὀψώνιον]]; Hungarian: fizetés, zsold, bér, fizetség, díjazás, járandóság; Irish: pá, tuarastal; Italian: [[paga]]; Khmer: ប្រាក់ខែ; Latin: [[merces]], [[manupretium]]; Neapolitan: pava; Northern Mansi: ойтыл; Old English: ġield; Ossetian: мызд; Persian: مزد; Polish: płaca, pensja; Portuguese: [[pagamento]]; Romanian: plată; Russian: [[зарплата]]; Scottish Gaelic: pàigh, cosnadh, tuarasdal; Serbo-Croatian Cyrillic: плата; Roman: pláta, pláća; Slovene: plača; Spanish: [[pago]], [[paga]]; Vietnamese: lương, tiền công; Walloon: paymint, traitmint | |||
===[[salary]]=== | |||
Afrikaans: loon; Albanian: rrogë, pagë; Amharic: ደሞዝ; Arabic: رَاتِب, أَجْر; Egyptian Arabic: مُرَتَّب; Moroccan Arabic: كنزة, اجرة; North Levantine Arabic: مَعَاش; South Levantine Arabic: رَاتِب, مَعَاش; Armenian: աշխատավարձ, վաստակ; Aromanian: arugã, lufe, platã; Assamese: বেতন; Azerbaijani: aylıq, maaş, donluq, əmək haqqı; Belarusian: заработная плата, зарплата, аклад; Bengali: বেতন, উজরত; Bulgarian: заплата, надница; Burmese: လုပ်ခ; Catalan: salari, sou; Chinese Cantonese: 人工, 薪水; Dungan: гунчян; Mandarin: 薪金, 薪水, 工資/工资, 工錢/工钱; Czech: plat, mzda; Danish: løn, månedsløn, årsløn, årslønning; Dutch: [[salaris]], [[loon]]; Esperanto: salajro; Estonian: palk; Finnish: kuukausipalkka, vuosipalkka, kiinteä palkka, palkka, liksa; French: [[salaire]]; Galician: salario, paga; Georgian: ხელფასი; German: [[Gehalt]], [[Lohn]]; Greek: [[μισθός]]; Ancient Greek: [[ἁλατικόν]], [[μισθός]], [[ὀψώνιον]], [[σαλάριον]]; Hebrew: משכורת \ מַשְׂכֹּרֶת, שָׂכָר; Higaonon: soholan; Hindi: वेतन, तनख़्वाह, मासिक वेतन; Hungarian: fizetés, bér; Icelandic: laun, föst laun, kaup; Indonesian: gaji; Interlingua: salario; Irish: tuarastal; Italian: [[stipendio]], [[salario]]; Japanese: サラリー, 給料; Kazakh: жалақы, айлық, еңбекақы; Khmer: ប្រាក់ខែ, បរិលាភ, ទិនិកា; Korean: 급료(給料), 봉급(俸給), 임금(賃金), 봉급(俸給), 샐러리; Kurdish Central Kurdish: مەعاش; Northern Kurdish: meaş, miz, muçe, mehane; Kyrgyz: айлык; Lao: ຄ່າຈ້າງ; Latin: [[salarium]], [[manupretium]]; Latvian: alga; Lithuanian: užmokestis, alga; Macedonian: плата; Malay: gaji, ujrah; Jawi: ݢاجي, اجره; Manchu: ᡶᡠᠩᠯᡠ; Maori: utu-ā-tau, utu ā-marama; Meru: muchaara; Mongolian Cyrillic: цалин; Norwegian Bokmål: lønn; Oromo: mindaa; Ottoman Turkish: معاش; Pashto: معاش, تنخا, مهينه; Persian: حُقوق, مَعاش, دَسْتْمُزْد, پاداش, کارْمُزْد; Plautdietsch: Jehault; Polish: pensja, płaca, wynagrodzenie; Portuguese: [[salário]]; Romanian: salariu, leafă, plată; Russian: [[заработная плата]], [[зарплата]], [[жалование]], [[оклад]]; Scottish Gaelic: tuarasdal, tuarastal; Serbo-Croatian Cyrillic: плата, плаћа; Roman: pláta, pláća; Slovak: plat, mzda; Slovene: plača; Spanish: [[salario]], [[sueldo]]; Swahili: mshahara; Swedish: lön; Tagalog: suweldo, pasahod, sahod; Tajik: маош, моҳона, дастмузд; Tamil: சம்பளம்; Tatar: хезмәт хакы, айлык; Telugu: జీతం; Tetum: saláriu; Thai: เงินเดือน, ค่าจ้าง; Turkish: aylık, maaş; Turkmen: aýlyk, iş haky; Ukrainian: заробі́тна плата, зарплата, заплата, жалування; Urdu: ویتَن, اَجْرَت, تَنْخواہ; Uyghur: ئىش ھەققى, مائاش, ئايلىق; Uzbek: maosh, oylik, moyana, ish haqi; Vietnamese: lương; Walloon: traitmint, salåre; Welsh: cyflog; Yiddish: שׂכירות | |||
}} | }} |