Anonymous

εἰσβολή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - ",[[" to ", [["
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - ",[[" to ", [[")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσβολή:''' ἡ ([[εἰσβάλλω]] II),<br /><b class="num">1.</b> [[επιδρομή]], [[εισβολή]], [[επίθεση]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[είσοδος]], [[πέρασμα]], [[δίοδος]], <i>ἡ ἐσβ. ἡ Ὀλυμπική</i>, η [[διάβαση]] του Ολύμπου, σε Ηρόδ.· στενό, [[ισθμός]], σε Ευρ.· ομοίως στον πληθ., λέγεται για τις Θερμοπύλες, σε Ηρόδ.· στον πληθ. επίσης, το [[στόμιο]] του ποταμού, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[είσοδος]],[[άνοιγμα]] σε [[κάτι]], [[αρχή]], σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''εἰσβολή:''' ἡ ([[εἰσβάλλω]] II),<br /><b class="num">1.</b> [[επιδρομή]], [[εισβολή]], [[επίθεση]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[είσοδος]], [[πέρασμα]], [[δίοδος]], <i>ἡ ἐσβ. ἡ Ὀλυμπική</i>, η [[διάβαση]] του Ολύμπου, σε Ηρόδ.· στενό, [[ισθμός]], σε Ευρ.· ομοίως στον πληθ., λέγεται για τις Θερμοπύλες, σε Ηρόδ.· στον πληθ. επίσης, το [[στόμιο]] του ποταμού, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[είσοδος]], [[άνοιγμα]] σε [[κάτι]], [[αρχή]], σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{elru