Anonymous

ζύγωμα: Difference between revisions

From LSJ
451 bytes removed ,  25 August 2023
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zygoma
|Transliteration C=zygoma
|Beta Code=zu/gwma
|Beta Code=zu/gwma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bolt]], [[bar]], <span class="bibl">Plb.7.16.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">b</span> [[cross-rod]], <span class="bibl">Apollod.<span class="title">Poliorc.</span>177.8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[ζυγόν]] <span class="bibl">111.1</span>, Sch.<span class="bibl">Th.1.29</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> [[arcus zygomaticus]], which connects the cranial with the facial bones, Gal.2.437, 746, <span class="bibl">Poll.2.85</span>; cf. [[ζυγοειδής]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">IV</span> = [[ζυγόν]] <span class="bibl">11</span>, Ptol.<span class="title">Alm.</span>7.5. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">V</span> [[canal-lock]], PFlor.273.20 (iii A.D.).</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[bolt]], [[bar]], Plb.7.16.5.<br><span class="bld">b</span> [[cross-rod]], Apollod.''Poliorc.''177.8.<br><span class="bld">II</span> = [[ζυγόν]] III.1, Sch.Th.1.29.<br><span class="bld">III</span> [[arcus zygomaticus]], which connects the cranial with the facial bones, Gal.2.437, 746, Poll.2.85; cf. [[ζυγοειδής]].<br><span class="bld">IV</span> = [[ζυγόν]] ''ΙΙ'', Ptol.''Alm.''7.5.<br><span class="bld">V</span> [[canal-lock]], PFlor.273.20 (iii A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1141.png Seite 1141]] τό, dasselbe, Pol. 7, 16, 5. – Bei Schol. Thuc. 1, 29 τὰ ξύλα τὰ ἀπὸ τοῦ τοίχου τῆς νεὼς πρὸς τὸν ἕτερον τοῖχον διατείνοντα. – Bei den Aerzten = Schlüsselbein, Galen.; Poll. 2, 85.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1141.png Seite 1141]] τό, dasselbe, Pol. 7, 16, 5. – Bei Schol. Thuc. 1, 29 τὰ ξύλα τὰ ἀπὸ τοῦ τοίχου τῆς νεὼς πρὸς τὸν ἕτερον τοῖχον διατείνοντα. – Bei den Aerzten = Schlüsselbein, Galen.; Poll. 2, 85.
}}
{{elru
|elrutext='''ζύγωμα:''' ατος (ῠ) τό скрепа, запор (τῶν πυλῶν Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζύγωμα''': τό, μοχλὸς συνέχων καὶ κλείων τὴν θύραν, Πολύβ. 7. 16, 5. ΙΙ. = ζυγὸν ΙΙΙ. 1, Σχόλ. Θουκ. 1. 29. ΙΙΙ. τὸ ζυγωματικὸν [[ὀστοῦν]], [[ὅπερ]] συνδέει τὸ [[κρανίον]] [[μετὰ]] τῆς ἄνω σιαγόνος, arcus zygomaticus ἢ os jugale, Πολυδ. Β΄, 85· πρβλ. [[ζυγοειδής]]. IV. = ζυγὸν ΙΙ. Πτολεμ.
|lstext='''ζύγωμα''': τό, μοχλὸς συνέχων καὶ κλείων τὴν θύραν, Πολύβ. 7. 16, 5. ΙΙ. = ζυγὸν ΙΙΙ. 1, Σχόλ. Θουκ. 1. 29. ΙΙΙ. τὸ ζυγωματικὸν [[ὀστοῦν]], [[ὅπερ]] συνδέει τὸ [[κρανίον]] μετὰ τῆς ἄνω σιαγόνος, arcus zygomaticus ἢ os jugale, Πολυδ. Β΄, 85· πρβλ. [[ζυγοειδής]]. IV. = ζυγὸν ΙΙ. Πτολεμ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ζύγωμα]], -ατος) [[ζυγώ]], -<i>όω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνένωση]], [[προσαρμογή]] («το [[ζύγωμα]] τών κομματιών της μηχανής»)<br /><b>2.</b> (για πρόσ. ή χρονικές εποχές ή εορτές) [[προσέγγιση]], [[πλησίασμα]] («το [[ζύγωμα]] της Λαμπρής»)<br /><b>3.</b> το [[πεδίο]] που σχηματίζεται [[ανάμεσα]] σε δύο κορυφές βουνού ή [[μεταξύ]] δύο βουνών και τίς συνδέει, το διάσελο<br /><b>4.</b> <b>ανθρωπολ.</b> το ακραίο [[σημείο]] τών ζυγωματικών αποφύσεων βάσει του οποίου καθορίζεται ο [[προσωπικός]] [[δείκτης]]<br /><b>5.</b> <b>(ηλεκτρολ.)</b> σιδερένιο [[κομμάτι]] ή [[σύνολο]] από σιδερένια κομμάτια τα οποία συγκρατούν τα κινητά μέρη μιας ηλεκτρικής μηχανής και σχηματίζουν τον [[σκελετό]] της<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ζύγωμα]] σφηνοειδές» — το [[τετράπλευρο]] λείο και [[ελαφρώς]] [[κοίλο]] [[τμήμα]] της άνω επιφάνειας του σφηνοειδούς οστού του κρανίου, αλλ. σφηνοειδές [[πεδίο]]<br />β) <b>(ηλεκτρ.)</b> «[[ζύγωμα]] μαγνητικό» — το [[σύνολο]] τών σιδηρομαγνητικών υλικών τα οποία σχηματίζουν το' μαγνητικό [[κύκλωμα]] μιας ηλεκτρικής μηχανής ή ενός ηλεκτρομαγνητικού οργάνου<br />γ) <b>(μηχανολ.)</b> «[[ζύγωμα]] του βάκτρου του εμβόλου» — η αρθρωτή [[σύνδεση]] του βάκτρου με την [[κεφαλή]] του διωστήρα, κν. [[σαυρός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συνάντηση]], [[επαφή]], [[πλησίασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ζυγός]] που συνέχει και κλείνει την πόρτα, [[αμπάρα]] («πειρῶνται διακόπτειν τὸ [[ζύγωμα]] τῶν πυλῶν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> πλάγιο [[στέλεχος]]<br /><b>3.</b> τα καθίσματα του πλοίου που ενώνουν τις πλάγιες πλευρές του, το [[ζυγόν]]<br /><b>4.</b> το εγκάρσιο [[ξύλο]] που προσαρμόζεται στη [[λύρα]] ή στη [[φόρμιγγα]], για να συνδέσει τα δύο κέρατα<br /><b>5.</b> τα ζυγωματικά οστά<br /><b>6.</b> <b>πάπ.</b> [[υδροφράκτης]].
|mltxt=το (AM [[ζύγωμα]], -ατος) [[ζυγώ]], -<i>όω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνένωση]], [[προσαρμογή]] («το [[ζύγωμα]] τών κομματιών της μηχανής»)<br /><b>2.</b> (για πρόσ. ή χρονικές εποχές ή εορτές) [[προσέγγιση]], [[πλησίασμα]] («το [[ζύγωμα]] της Λαμπρής»)<br /><b>3.</b> το [[πεδίο]] που σχηματίζεται [[ανάμεσα]] σε δύο κορυφές βουνού ή [[μεταξύ]] δύο βουνών και τίς συνδέει, το διάσελο<br /><b>4.</b> <b>ανθρωπολ.</b> το ακραίο [[σημείο]] τών ζυγωματικών αποφύσεων βάσει του οποίου καθορίζεται ο [[προσωπικός]] [[δείκτης]]<br /><b>5.</b> <b>(ηλεκτρολ.)</b> σιδερένιο [[κομμάτι]] ή [[σύνολο]] από σιδερένια κομμάτια τα οποία συγκρατούν τα κινητά μέρη μιας ηλεκτρικής μηχανής και σχηματίζουν τον [[σκελετό]] της<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ζύγωμα]] σφηνοειδές» — το [[τετράπλευρο]] λείο και [[ελαφρώς]] [[κοίλο]] [[τμήμα]] της άνω επιφάνειας του σφηνοειδούς οστού του κρανίου, αλλ. σφηνοειδές [[πεδίο]]<br />β) <b>(ηλεκτρ.)</b> «[[ζύγωμα]] μαγνητικό» — το [[σύνολο]] τών σιδηρομαγνητικών υλικών τα οποία σχηματίζουν το' μαγνητικό [[κύκλωμα]] μιας ηλεκτρικής μηχανής ή ενός ηλεκτρομαγνητικού οργάνου<br />γ) <b>(μηχανολ.)</b> «[[ζύγωμα]] του βάκτρου του εμβόλου» — η αρθρωτή [[σύνδεση]] του βάκτρου με την [[κεφαλή]] του διωστήρα, κν. [[σαυρός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συνάντηση]], [[επαφή]], [[πλησίασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ζυγός]] που συνέχει και κλείνει την πόρτα, [[αμπάρα]] («πειρῶνται διακόπτειν τὸ [[ζύγωμα]] τῶν πυλῶν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> πλάγιο [[στέλεχος]]<br /><b>3.</b> τα καθίσματα του πλοίου που ενώνουν τις πλάγιες πλευρές του, το [[ζυγόν]]<br /><b>4.</b> το εγκάρσιο [[ξύλο]] που προσαρμόζεται στη [[λύρα]] ή στη [[φόρμιγγα]], για να συνδέσει τα δύο κέρατα<br /><b>5.</b> τα ζυγωματικά οστά<br /><b>6.</b> <b>πάπ.</b> [[υδροφράκτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ζύγωμα:''' ατος (ῠ) τό скрепа, запор (τῶν πυλῶν Polyb.).
}}
}}