Anonymous

ξενόω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξενόω:''' ([[ξένος]]), Ιων. [[ξεινόω]], μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον φίλο και φιλοξενούμενό μου, [[υποδέχομαι]], [[φιλοξενώ]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[κυρίως]] σε Παθ., με Μέσ. μέλ. <i>ξενώσομαι</i>· παρακ. <i>ἐξένωμαι</i>, Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐξενώθην</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[συνάπτω]] σχέσεις φιλοξενίας με κάποιον, Λατ. hospitio jungi, με δοτ., σε Ηρόδ., Ξεν.· απόλ., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αρχίζω]] τη [[διαμονή]] μου σε κάποιον ως φιλοξενούμενος, [[απολαμβάνω]] περιποιήσεις φιλοξενούμενου, σε Τραγ.<br /><b class="num">3.</b> βρίσκομαι σε [[ξένα]] μέρη, βρίσκομαι στην αλλοδαπή, [[ξενιτεύομαι]], [[αποδημώ]], σε Σοφ., Ευρ.· είμαι υπό διωγμό, εξορίζομαι, σε Ευρ.
|lsmtext='''ξενόω:''' ([[ξένος]]), Ιων. [[ξεινόω]], μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον φίλο και φιλοξενούμενό μου, [[υποδέχομαι]], [[φιλοξενώ]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[κυρίως]] σε Παθ., με Μέσ. μέλ. <i>ξενώσομαι</i>· παρακ. <i>ἐξένωμαι</i>, Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐξενώθην</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[συνάπτω]] σχέσεις φιλοξενίας με κάποιον, Λατ. hospitio jungi, με δοτ., σε Ηρόδ., Ξεν.· απόλ., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αρχίζω]] τη [[διαμονή]] μου σε κάποιον ως φιλοξενούμενος, [[απολαμβάνω]] περιποιήσεις φιλοξενούμενου, σε Τραγ.<br /><b class="num">3.</b> βρίσκομαι σε [[ξένα]] μέρη, βρίσκομαι στην αλλοδαπή, [[ξενιτεύομαι]], [[αποδημώ]], σε Σοφ., Ευρ.· είμαι υπό διωγμό, εξορίζομαι, σε Ευρ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξενῶ]], [[ξενόω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ξενώνω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ξένος]]<br /><b class="num">I.</b> to make one's [[friend]] and [[guest]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[mostly]] in Pass., with fut. mid. ξενώσομαι: perf. ἐξένωμαι: aor1 ἐξενώθην:<br /><b class="num">1.</b> to [[enter]] [[into]] a [[treaty]] of [[hospitality]] with one, Lat. hospitio jungi, c. dat., Hdt., Xen.; absol., Xen.<br /><b class="num">2.</b> to [[take]] up his [[abode]] with one as a [[guest]], to be entertained, Trag.<br /><b class="num">3.</b> to be in [[foreign]] parts, to be [[abroad]], Soph., Eur.: to go [[into]] [[banishment]], Eur.
|mdlsjtxt=[[ξένος]]<br /><b class="num">I.</b> to make one's [[friend]] and [[guest]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[mostly]] in Pass., with fut. mid. ξενώσομαι: perf. ἐξένωμαι: aor1 ἐξενώθην:<br /><b class="num">1.</b> to [[enter]] [[into]] a [[treaty]] of [[hospitality]] with one, Lat. hospitio jungi, c. dat., Hdt., Xen.; absol., Xen.<br /><b class="num">2.</b> to [[take]] up his [[abode]] with one as a [[guest]], to be entertained, Trag.<br /><b class="num">3.</b> to be in [[foreign]] parts, to be [[abroad]], Soph., Eur.: to go [[into]] [[banishment]], Eur.
}}
}}