Anonymous

φάλαρος: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=falaros
|Transliteration C=falaros
|Beta Code=fa/laros
|Beta Code=fa/laros
|Definition=[φᾰ], α, ον, (or φαλᾱρός, ά, όν Hsch.), Dor. for the Ion. [[φάληρος]] (v. infr. ''ΙΙ''), <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[having a patch of white]], <b class="b3">ὁ κύων ὁ φάλαρος</b> the dog [[with a white spot]], <span class="bibl">Theoc.8.27</span>; <b class="b3">ὁ Φάλαρος</b>, as a ram's name, <span class="bibl">Id.5.103</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">ὄρη χιόνεσσι φάληρα</b> hills [[patched]] with snow, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span> 461</span>. (Cf. <b class="b3">φαλός, φαλακρός</b>.) </span>
|Definition=[φᾰ], α, ον, (or φαλᾱρός, ά, όν [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]), Dor. for the Ion. [[φάληρος]] (v. infr. ''ΙΙ''),<br><span class="bld">A</span> [[having a patch of white]], <b class="b3">ὁ κύων ὁ φάλαρος</b> the dog [[with a white spot]], Theoc.8.27; <b class="b3">ὁ Φάλαρος</b>, as a ram's name, Id.5.103.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ὄρη χιόνεσσι φάληρα</b> hills [[patched]] with snow, Nic.''Th.'' 461. (Cf. [[φαλός]], [[φαλακρός]].)
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[tacheté de blanc]].<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[φαλός]].
}}
{{pape
|ptext== [[φαλαρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''φάλᾱρος:''' и φᾰλᾱρός 3 с белыми пятнами, по по друг. белый ([[κύων]] Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φάλᾱρος''': -α, -ον, ἢ (κατὰ τὸν Λοβέκ.) φαλᾱρός, ά, όν, Δωρικ. ἀντὶ τοῦ Ἰωνικ. φάληρος (κατὰ τὸν Buttm., Λεξιλ. ἐν λ. [[φάλος]] 10), ὁ λευκὸς ἢ ἐν μέρει [[λευκός]], ὁ [[κύων]] ὁ [[φάλαρος]], «ὁ λευκὸς» (Σχόλ.), Θεόκρ. 8. 27· [[οὕτως]] ὁ Φάλαρος ὡς [[ὄνομα]] κριοῦ, ὁ αὐτ. 5. 103· ― πρβλ. [[φαλαρίς]]. Οὕτως ὁ Βuttm. ἑρμηνεύει: ὄρη χιόνεσσι φάληρα ἐν Νικ. Θηρ. 461, χιονοσκεπῆ, λευκὰ ἐκ τῆς χιόνος, πρβλ. [[φαληριάω]]. (Ἐκ τοῦ [[φαλός]], ἡ, όν. πρβλ. [[φαλακρός]]).
|lstext='''φάλᾱρος''': -α, -ον, ἢ (κατὰ τὸν Λοβέκ.) φαλᾱρός, ά, όν, Δωρικ. ἀντὶ τοῦ Ἰωνικ. φάληρος (κατὰ τὸν Buttm., Λεξιλ. ἐν λ. [[φάλος]] 10), ὁ λευκὸς ἢ ἐν μέρει [[λευκός]], ὁ [[κύων]] ὁ [[φάλαρος]], «ὁ λευκὸς» (Σχόλ.), Θεόκρ. 8. 27· [[οὕτως]] ὁ Φάλαρος ὡς [[ὄνομα]] κριοῦ, ὁ αὐτ. 5. 103· ― πρβλ. [[φαλαρίς]]. Οὕτως ὁ Βuttm. ἑρμηνεύει: ὄρη χιόνεσσι φάληρα ἐν Νικ. Θηρ. 461, χιονοσκεπῆ, λευκὰ ἐκ τῆς χιόνος, πρβλ. [[φαληριάω]]. (Ἐκ τοῦ [[φαλός]], ἡ, όν. πρβλ. [[φαλακρός]]).
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />tacheté de blanc.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[φαλός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ον, και [[φαλαρός]], -ά, -όν, και ιων. τ. [[φάληρος]], -ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ολόκληρος]] ή σε ένα [[σημείο]] του [[λευκός]] («[[κύων]] ὁ [[φάλαρος]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Φάλαρος</i><br />α) όνομα κριού<br />β) <b>μυθ.</b> [[γιος]] του Άλκωνος και [[εγγονός]] του Ερεχθέως που ίδρυσε το Φάληρο και αναφέρεται και ως [[ιδρυτής]] τών [[Σόλων]] στην Κύπρο και της Παρθενόπης στην Ιταλία και ο [[οποίος]] πήρε [[μέρος]] στην αργοναυτική [[εκστρατεία]] και την [[κενταυρομαχία]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ [[Φάληρον]]<br />[[αττικός]] [[δήμος]] της Αιαντίδος φυλής, του οποίου ως [[ιδρυτής]] αναφέρεται ο [[ήρωας]] Φάληρος και ο [[οποίος]] ήταν το παλαιότερο [[λιμάνι]] της Αθήνας, που χρησιμοποιήθηκε [[μέχρι]] και την [[εποχή]] τών [[Περσικών]] Πολέμων<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὄρη χιόνεσσι φάληρα» — βουνά σκεπασμένα με [[χιόνι]] (<b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του επίθ. [[φαλός]] «[[λευκός]]», σχηματισμένος πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου θηλ. ουσ. <i>φαλᾶ</i> «[[λάμψη]], [[λευκότητα]]» (το οποίο υπήρχε αρχικά παρλλ. [[προς]] το επίθ. [[φαλός]]) με κατάλ. -<i>ρος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σκλη</i>-<i>ρός</i>, <i>ψυχ</i>-<i>ρός</i>)].
|mltxt=-α, -ον, και [[φαλαρός]], -ά, -όν, και ιων. τ. [[φάληρος]], -ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ολόκληρος]] ή σε ένα [[σημείο]] του [[λευκός]] («[[κύων]] ὁ [[φάλαρος]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Φάλαρος</i><br />α) όνομα κριού<br />β) <b>μυθ.</b> [[γιος]] του Άλκωνος και [[εγγονός]] του Ερεχθέως που ίδρυσε το Φάληρο και αναφέρεται και ως [[ιδρυτής]] τών [[Σόλων]] στην Κύπρο και της Παρθενόπης στην Ιταλία και ο [[οποίος]] πήρε [[μέρος]] στην αργοναυτική [[εκστρατεία]] και την [[κενταυρομαχία]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ [[Φάληρον]]<br />[[αττικός]] [[δήμος]] της Αιαντίδος φυλής, του οποίου ως [[ιδρυτής]] αναφέρεται ο [[ήρωας]] Φάληρος και ο [[οποίος]] ήταν το παλαιότερο [[λιμάνι]] της Αθήνας, που χρησιμοποιήθηκε [[μέχρι]] και την [[εποχή]] τών [[Περσικών]] Πολέμων<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὄρη χιόνεσσι φάληρα» — βουνά σκεπασμένα με [[χιόνι]] (<b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του επίθ. [[φαλός]] «[[λευκός]]», σχηματισμένος πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου θηλ. ουσ. <i>φαλᾶ</i> «[[λάμψη]], [[λευκότητα]]» (το οποίο υπήρχε αρχικά παρλλ. [[προς]] το επίθ. [[φαλός]]) με κατάλ. -<i>ρος</i> (<b>πρβλ.</b> [[σκληρός]], [[ψυχρός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φάλᾱρος:''' [φᾰ], -α, -ον (φᾰλός), αυτός που έχει λευκές κηλίδες, ὁ [[κύων]] ὁ [[φάλαρος]], [[σκύλος]] με [[λευκά]] σημάδια, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''φάλᾱρος:''' [φᾰ], -α, -ον (φᾰλός), αυτός που έχει λευκές κηλίδες, ὁ [[κύων]] ὁ [[φάλαρος]], [[σκύλος]] με [[λευκά]] σημάδια, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''φάλᾱρος:''' и φᾰλᾱρός 3 с белыми пятнами, по по друг. белый ([[κύων]] Theocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φάλᾱρος, η, ον [φᾰλός]<br />having a [[patch]] of [[white]], ὁ [[κύων]] ὁ [[φάλαρος]] the dog with a [[white]] [[spot]], Theocr.
|mdlsjtxt=φάλᾱρος, η, ον [φᾰλός]<br />having a [[patch]] of [[white]], ὁ [[κύων]] ὁ [[φάλαρος]] the dog with a [[white]] [[spot]], Theocr.
}}
}}