Anonymous

Odysseus: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 15: Line 15:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[Οδυσσέας]], ο (Α [[Ὀδυσσεύς]], -έως και ιων. τ. γεν. -ῆος, και Οὐλιξεύς και Οὐλίξης και Ὀλυσεύς και Ὀλυσσεύς και Ὀλυτεύς και Ὀλυττεύς και Ὀλισεύς και Ὀλυσσεύς και, επικ. τ., Ὀδυσεύς, -εῡς)<br />[[μυθικός]] [[βασιλιάς]] της Ιθάκης, [[κεντρικός]] [[ήρωας]] της <i>Οδύσσειας</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] τών μορφών της λ. οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής ή μεσογειακής προέλευσης. Οι αρχαιότεροι τ. της λ. [[είναι]] αυτοί με -<i>λ</i>- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>Ulixes</i>), ενώ ο τ. [[Ὀδυσσεύς]] μαρτυρείται στην αρχ. [[εποχή]] μόνο σε λογοτεχνικά [[κείμενα]]. Η [[εναλλαγή]] τών -<i>λ</i>- και -<i>δ</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[λαβύρινθος]]) μπορεί να εξηγηθεί εάν υποτεθεί ότι το -<i>λ</i>- στη Μυκηναϊκή έλαβε [[προφορά]] παρόμοια με αυτήν του -<i>δ</i>- / <i>d</i> /. Η λ. είχε παλαιότερα συνδεθεί παρετυμολογικά με το ρ. [[ὀδύσσομαι]] «[[μισώ]]», [[άποψη]] που στηριζόταν σε [[χωρίο]] της Οδύσσειας, όπου ο [[Οδυσσέας]] χαρακτηριζόταν ως [[παιδί]] του μίσους. Κατ' άλλους, ο [[Οδυσσεύς]], ως [[ανατολικός]] [[ήρωας]], συνδέεται πιθ. με λυδικό <i>Λίξης</i>. Τέλος, δεν φαίνεται πιθ. η [[σύνδεση]] του με το όν. του Αυτολύκου, του παππού του Οδυσσέως από τη [[μητέρα]] του].
|mltxt=και [[Οδυσσέας]], ο (Α [[Ὀδυσσεύς]], -έως και ιων. τ. γεν. -ῆος, και Οὐλιξεύς και Οὐλίξης και Ὀλυσεύς και Ὀλυσσεύς και Ὀλυτεύς και Ὀλυττεύς και Ὀλισεύς και Ὀλυσσεύς και, επικ. τ., Ὀδυσεύς, -εῡς)<br />[[μυθικός]] [[βασιλιάς]] της Ιθάκης, [[κεντρικός]] [[ήρωας]] της <i>Οδύσσειας</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] τών μορφών της λ. οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής ή μεσογειακής προέλευσης. Οι αρχαιότεροι τ. της λ. [[είναι]] αυτοί με -<i>λ</i>- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>Ulixes</i>), ενώ ο τ. [[Ὀδυσσεύς]] μαρτυρείται στην αρχ. [[εποχή]] μόνο σε λογοτεχνικά [[κείμενα]]. Η [[εναλλαγή]] τών -<i>λ</i>- και -<i>δ</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[λαβύρινθος]]) μπορεί να εξηγηθεί εάν υποτεθεί ότι το -<i>λ</i>- στη Μυκηναϊκή έλαβε [[προφορά]] παρόμοια με αυτήν του -<i>δ</i>- / <i>d</i> /. Η λ. είχε παλαιότερα συνδεθεί παρετυμολογικά με το ρ. [[ὀδύσσομαι]] «[[μισώ]]», [[άποψη]] που στηριζόταν σε [[χωρίο]] της Οδύσσειας, όπου ο [[Οδυσσέας]] χαρακτηριζόταν ως [[παιδί]] του μίσους. Κατ' άλλους, ο [[Οδυσσεύς]], ως [[ανατολικός]] [[ήρωας]], συνδέεται πιθ. με λυδικό <i>Λίξης</i>. Τέλος, δεν φαίνεται πιθ. η [[σύνδεση]] του με το όν. του Αυτολύκου, του παππού του Οδυσσέως από τη [[μητέρα]] του].
}}
}}
{{lsm
{{lsm