Anonymous

άθικτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και -χτος, -η, -ο (Α [[ἄθικτος]], -ον)<br /><b>παθητ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον άγγιξαν, [[ανέπαφος]], ανέγγιχτος και <b>συνεκδ.</b> [[ακέραιος]]<br /><b>2.</b> [[ανεπηρέαστος]], [[απρόβλητος]]<br /><b>3.</b> (για κοπέλες) αδιαπαρθένευτη, απείραχτη, αγνή<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αμεταχείριστος]], [[καινούργιος]]<br /><b>2.</b> (<b>με [[ηθική]] σημ.</b>) αυτός που δεν τον έθιξαν, που δεν τον πρόσβαλαν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αδιάφθορος]], [[αδωροδόκητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν [[πρέπει]] να τον αγγίξει [[κανείς]], ο [[ιερός]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν αγγίζει κάποιον ή [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>θικτός</i>, θ. <i>θιγ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>θίγ</i>-<i>ην</i>) του [[θιγγάνω]].
|mltxt=και -χτος, -η, -ο (Α [[ἄθικτος]], -ον)<br /><b>παθητ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον άγγιξαν, [[ανέπαφος]], ανέγγιχτος και <b>συνεκδ.</b> [[ακέραιος]]<br /><b>2.</b> [[ανεπηρέαστος]], [[απρόβλητος]]<br /><b>3.</b> (για κοπέλες) αδιαπαρθένευτη, απείραχτη, αγνή<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αμεταχείριστος]], [[καινούργιος]]<br /><b>2.</b> (<b>με [[ηθική]] σημ.</b>) αυτός που δεν τον έθιξαν, που δεν τον πρόσβαλαν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αδιάφθορος]], [[αδωροδόκητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν [[πρέπει]] να τον αγγίξει [[κανείς]], ο [[ιερός]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν αγγίζει κάποιον ή [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>θικτός</i>, θ. <i>θιγ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>θίγ</i>-<i>ην</i>) του [[θιγγάνω]].
}}
}}