Anonymous

άζυγος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄζυγος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπήκε [[κάτω]] από [[ζυγό]] («άζυγο [[μοσχάρι]]»)<br /><b>2.</b> που δεν αποτελεί [[ζευγάρι]], [[μόνος]] («άζυγα όργανα του σώματος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν υποβλήθηκε στον [[ζυγό]] του γάμου, [[ανύπαντρος]], [[άγαμος]]<br /><b>2.</b> [[ασυνταίριαστος]], [[παράταιρος]] («ἄζυγα σανδάλια»<br /><b>3.</b> (φρ) [[ἄζυγος]] [[κοίτη]]<br />παράνομη [[συμβίωση]] άντρα και γυναίκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[ζυγός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀζυγία</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄζυγος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπήκε [[κάτω]] από [[ζυγό]] («άζυγο [[μοσχάρι]]»)<br /><b>2.</b> που δεν αποτελεί [[ζευγάρι]], [[μόνος]] («άζυγα όργανα του σώματος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν υποβλήθηκε στον [[ζυγό]] του γάμου, [[ανύπαντρος]], [[άγαμος]]<br /><b>2.</b> [[ασυνταίριαστος]], [[παράταιρος]] («ἄζυγα σανδάλια»<br /><b>3.</b> (φρ) [[ἄζυγος]] [[κοίτη]]<br />παράνομη [[συμβίωση]] άντρα και γυναίκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[ζυγός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀζυγία</i>].
}}
}}