άζυγος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄζυγος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μπήκε κάτω από ζυγό («άζυγο μοσχάρι»)
2. που δεν αποτελεί ζευγάρι, μόνος («άζυγα όργανα του σώματος»)
αρχ.
1. αυτός που δεν υποβλήθηκε στον ζυγό του γάμου, ανύπαντρος, άγαμος
2. ασυνταίριαστος, παράταιρος («ἄζυγα σανδάλια»
3. (φρ) ἄζυγος κοίτη
παράνομη συμβίωση άντρα και γυναίκας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + ζυγός.
ΠΑΡ. ἀζυγία].