3,277,243
edits
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[άκρα]], η (Α ἄκρη και [[ἄκρα]]) (Ν και [[άκρια]])<br /><b>1.</b> το έσχατο όριο ή [[σημείο]] πράγματος ή εκτάσεως (σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[κέντρο]] ή το [[μέσο]]), [[τέλος]], [[τέρμα]], ακραίο [[σημείο]], [[άκρο]]<br /><b>2.</b> το έσχατο [[σημείο]] της στεριάς [[προς]] τη [[θάλασσα]], [[ακρωτήρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[έκταση]] ή [[ποσότητα]]<br /><b>2.</b> απόκεντρο, απόμερο [[μέρος]], [[γωνιά]]<br /><b>3.</b> η [[αρχή]], το [[αίτιο]] ή ο [[σκοπός]] μιας πράξης ή ενός γεγονότος<br /><b>4.</b> (στους <b>Βυζ.</b> ο πληθ.) <i>αἱ ἄκραι</i><br />τα ασιατικά [[σύνορα]] του κράτους (<b>πρβλ.</b> ακρίτες)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[άκρη]]-[[άκρη]]» (<b>ως επίρρ.</b>), εντελώς στην [[άκρη]], στο πιο ακραίο [[σημείο]], «[[τσίμα]]-[[τσίμα]]»<br />«άκρες-μέσες», όχι συνοπτικά [[αλλά]] επιφανειακά, ανεπαρκώς, [[περίπου]]<br />«απ’ [[άκρη]] σ’ [[άκρη]]», σ’ όλη την [[έκταση]] ή το [[μήκος]], [[παντού]]<br />«[[βρίσκω]] (ή [[βγάζω]]) την [[άκρη]]», α) [[καταλήγω]] σε [[συμπέρασμα]], [[συμφωνώ]], β) [[εξιχνιάζω]]<br />«όπου με βγάλει η [[άκρη]]», [[είμαι]] αποφασισμένος να [[κάνω]] [[κάτι]] αδιαφορώντας για την τελική [[έκβαση]]<br />«στην [[άκρη]] του κόσμου», στα πέρατα του κόσμου, πολύ [[μακριά]], απομακρυσμένα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το ψηλότερο [[σημείο]], [[κορυφή]]<br /><b>2.</b> ύψωμα<br /><b>3.</b> [[φρούριο]] ή [[ακρόπολη]] κτισμένη σε απόκρημνο ύψωμα που να δεσπόζει σε μια [[πόλη]] (στον Όμ. <i>ἄκρη [[πόλις]], που αργότερα καθιερώθηκε ως [[ἀκρόπολις]])<br /><b>4.</b> τα [[άκρα]], το [[πέρας]], ως [[μαθηματικός]] όρος<br /><b>5.</b> (<b>επιρρ. φρ.</b>) «κατ’ [[ἄκρης]]», από την [[κορυφή]] ώς τα θεμέλια, εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς<br />από [[ψηλά]], από [[επάνω]]<br />«παρ’ ἄκρας», στο [[τέλος]], στο έσχατο [[σημείο]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=και [[άκρα]], η (Α ἄκρη και [[ἄκρα]]) (Ν και [[άκρια]])<br /><b>1.</b> το έσχατο όριο ή [[σημείο]] πράγματος ή εκτάσεως (σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[κέντρο]] ή το [[μέσο]]), [[τέλος]], [[τέρμα]], ακραίο [[σημείο]], [[άκρο]]<br /><b>2.</b> το έσχατο [[σημείο]] της στεριάς [[προς]] τη [[θάλασσα]], [[ακρωτήρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[έκταση]] ή [[ποσότητα]]<br /><b>2.</b> απόκεντρο, απόμερο [[μέρος]], [[γωνιά]]<br /><b>3.</b> η [[αρχή]], το [[αίτιο]] ή ο [[σκοπός]] μιας πράξης ή ενός γεγονότος<br /><b>4.</b> (στους <b>Βυζ.</b> ο πληθ.) <i>αἱ ἄκραι</i><br />τα ασιατικά [[σύνορα]] του κράτους (<b>πρβλ.</b> ακρίτες)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[άκρη]]-[[άκρη]]» (<b>ως επίρρ.</b>), εντελώς στην [[άκρη]], στο πιο ακραίο [[σημείο]], «[[τσίμα]]-[[τσίμα]]»<br />«άκρες-μέσες», όχι συνοπτικά [[αλλά]] επιφανειακά, ανεπαρκώς, [[περίπου]]<br />«απ’ [[άκρη]] σ’ [[άκρη]]», σ’ όλη την [[έκταση]] ή το [[μήκος]], [[παντού]]<br />«[[βρίσκω]] (ή [[βγάζω]]) την [[άκρη]]», α) [[καταλήγω]] σε [[συμπέρασμα]], [[συμφωνώ]], β) [[εξιχνιάζω]]<br />«όπου με βγάλει η [[άκρη]]», [[είμαι]] αποφασισμένος να [[κάνω]] [[κάτι]] αδιαφορώντας για την τελική [[έκβαση]]<br />«στην [[άκρη]] του κόσμου», στα πέρατα του κόσμου, πολύ [[μακριά]], απομακρυσμένα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το ψηλότερο [[σημείο]], [[κορυφή]]<br /><b>2.</b> ύψωμα<br /><b>3.</b> [[φρούριο]] ή [[ακρόπολη]] κτισμένη σε απόκρημνο ύψωμα που να δεσπόζει σε μια [[πόλη]] (στον Όμ. <i>ἄκρη [[πόλις]], που αργότερα καθιερώθηκε ως [[ἀκρόπολις]])<br /><b>4.</b> τα [[άκρα]], το [[πέρας]], ως [[μαθηματικός]] όρος<br /><b>5.</b> (<b>επιρρ. φρ.</b>) «κατ’ [[ἄκρης]]», από την [[κορυφή]] ώς τα θεμέλια, εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς<br />από [[ψηλά]], από [[επάνω]]<br />«παρ’ ἄκρας», στο [[τέλος]], στο έσχατο [[σημείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> θηλ. του επιθ. [[ἄκρος]], με [[χρήση]] ουσ.<br />ο τ. [[άκρια]] (<b>πρβλ.</b> και [[κάμπια]], [[φώκια]] <b>κ.τ.ό.</b>) θεωρείται αναλογικός [[σχηματισμός]] κατ’ άλλα ονόματα σε -<i>ια</i> (<b>πρβλ.</b> [[θερίστρια]], [[χορεύτρια]], [[ψάλτρια]] <b>κ.ά.</b>), [[χωρίς]] να αποκλείεται η [[περίπτωση]] να προήλθε από συμφυρμό τών λ. [[άκρη]] και [[άκρα]]. Από τον νεώτερο αυτό τύπο προέρχονται το επίθ. [[ακριανός]] και το ουσ. [[ακριώτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> (<b>μσν. νεοελλ.</b>) [[ακρίτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακρί]], [[ακρινός]], [[ακρίτσα]]]. | ||
}} | }} |