Anonymous

ίζω: Difference between revisions

From LSJ
7 bytes added ,  29 December 2020
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(17)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἵζω και δωρ. τ. ἵσδω (Α)<br />(μόνο στους ποιητές και στους μτγν. πεζογράφους<br />οι Αττικοί πεζογράφοι χρησιμοποιούν το [[καθίζω]])<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[βάζω]] κάποιον να καθίσει, [[καθίζω]] («ἐς [[θρόνον]] ἵζε», <b>Ομ. Ιλ.</b><br /><b>2.</b> [[ιδρύω]] («βουλήν... ἷζε γερόντων» — συγκρότησε, ίδρυσε [[συμβούλιο]] γερόντων, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[στήνω]], [[τοποθετώ]], [[τάσσω]]<br /><b>4.</b> (στον μέσ. αόρ. α' και στον μέσ. μέλλ.) <i>εἱσάμην</i> και <i>εἵσομαι</i><br />[[τιμώ]] τους θεούς στήνοντας αγάλματα, ιδρύοντας ναούς, βωμούς κ.λπ.<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[κάθομαι]], τοποθετούμαι<br /><b>5.</b> [[κάθομαι]] [[ήσυχος]], [[ησυχάζω]]<br /><b>6.</b> [[πέφτω]], βυθίζομαι<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἵζομαι</i><br />α) [[ενεδρεύω]]<br />β) (για στρατό ή στόλο) [[παίρνω]] [[θέση]], [[στρατοπεδεύω]]<br />γ) (για [[πράγμα]]) [[καθιζάνω]], [[κατακάθομαι]], [[κατακαθίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[έζομαι]]].
|mltxt=ἵζω και δωρ. τ. ἵσδω (Α)<br />(μόνο στους ποιητές και στους μτγν. πεζογράφους<br />οι Αττικοί πεζογράφοι χρησιμοποιούν το [[καθίζω]])<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[βάζω]] κάποιον να καθίσει, [[καθίζω]] («ἐς [[θρόνον]] ἵζε», <b>Ομ. Ιλ.</b><br /><b>2.</b> [[ιδρύω]] («βουλήν... ἷζε γερόντων» — συγκρότησε, ίδρυσε [[συμβούλιο]] γερόντων, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[στήνω]], [[τοποθετώ]], [[τάσσω]]<br /><b>4.</b> (στον μέσ. αόρ. α' και στον μέσ. μέλλ.) <i>εἱσάμην</i> και <i>εἵσομαι</i><br />[[τιμώ]] τους θεούς στήνοντας αγάλματα, ιδρύοντας ναούς, βωμούς κ.λπ.<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[κάθομαι]], τοποθετούμαι<br /><b>5.</b> [[κάθομαι]] [[ήσυχος]], [[ησυχάζω]]<br /><b>6.</b> [[πέφτω]], βυθίζομαι<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἵζομαι</i><br />α) [[ενεδρεύω]]<br />β) (για στρατό ή στόλο) [[παίρνω]] [[θέση]], [[στρατοπεδεύω]]<br />γ) (για [[πράγμα]]) [[καθιζάνω]], [[κατακάθομαι]], [[κατακαθίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Βλ. λ. [[έζομαι]]].
}}
}}