ίζω

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source

Greek Monolingual

ἵζω και δωρ. τ. ἵσδω (Α)
(μόνο στους ποιητές και στους μτγν. πεζογράφους
οι Αττικοί πεζογράφοι χρησιμοποιούν το καθίζω)
1. (μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω («ἐς θρόνον ἵζε», Ομ. Ιλ.
2. ιδρύω («βουλήν... ἷζε γερόντων» — συγκρότησε, ίδρυσε συμβούλιο γερόντων, Ομ. Ιλ.)
3. (μτβ.) στήνω, τοποθετώ, τάσσω
4. (στον μέσ. αόρ. α' και στον μέσ. μέλλ.) εἱσάμην και εἵσομαι
τιμώ τους θεούς στήνοντας αγάλματα, ιδρύοντας ναούς, βωμούς κ.λπ.
4. (αμτβ.) κάθομαι, τοποθετούμαι
5. κάθομαι ήσυχος, ησυχάζω
6. πέφτω, βυθίζομαι
7. μέσ. ἵζομαι
α) ενεδρεύω
β) (για στρατό ή στόλο) παίρνω θέση, στρατοπεδεύω
γ) (για πράγμα) καθιζάνω, κατακάθομαι, κατακαθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. έζομαι].