Anonymous

αγρώ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀγρῶ (-έω) (Α) (ποιητ. [[τύπος]] του [[ἀγρεύω]])<br /><b>1.</b> [[παίρνω]], [[πιάνω]]<br />με την πρώτη σημ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (γ΄ εν. αορ. <i>a</i>-<i>ke</i>-<i>re</i>-<i>se</i>)<br /><b>2.</b> [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]]<br /><b>3.</b> (στον Όμηρο μόνο σε προστ.) [[ἄγρει]]!</i> [[εμπρός]], έλα!<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. συγγενές με το [[ἄγρα]]. Κατά τον Mckenzic από το ρημ. επίθ. -<i>αγρετος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγείρω]])].
|mltxt=ἀγρῶ (-έω) (Α) (ποιητ. [[τύπος]] του [[ἀγρεύω]])<br /><b>1.</b> [[παίρνω]], [[πιάνω]]<br />με την πρώτη σημ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (γ΄ εν. αορ. <i>a</i>-<i>ke</i>-<i>re</i>-<i>se</i>)<br /><b>2.</b> [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]]<br /><b>3.</b> (στον Όμηρο μόνο σε προστ.) [[ἄγρει]]!</i> [[εμπρός]], έλα!<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. συγγενές με το [[ἄγρα]]. Κατά τον Mckenzic από το ρημ. επίθ. -<i>αγρετος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγείρω]])].
}}
}}