αγρώ

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

ἀγρῶ (-έω) (Α) (ποιητ. τύπος του ἀγρεύω)
1. παίρνω, πιάνω
με την πρώτη σημ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (γ΄ εν. αορ. a-ke-re-se)
2. καταλαμβάνω, κυριεύω
3. (στον Όμηρο μόνο σε προστ.) ἄγρει! εμπρός, έλα!
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. συγγενές με το ἄγρα. Κατά τον Mckenzic από το ρημ. επίθ. -αγρετος (< ἀγείρω)].