Anonymous

αδάμας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-αντος), ο<br />(Α [[ἀδάμας]])<br />[[κρυσταλλικός]] [[πολύτιμος]] [[λίθος]] με [[μεγάλη]] [[σκληρότητα]] και [[λάμψη]] ([[αλλιώς]] [[διαμάντι]], [[διαμαντόπετρα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λαμπρός]], [[καθαρός]], [[πολύτιμος]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπινους χαρακτήρες) [[λαμπρός]], [[αγνός]], [[ακέραιος]], [[ενάρετος]], [[ηθικός]], [[άκαμπτος]]<br /><b>3.</b> αυτός που ξεχωρίζει, όπως από τους λίθους το [[διαμάντι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (αρχικά στον Ησίοδο ως επίθ.<br />στον Όμηρο μόνο ως κύριο όνομα) [[αδάμαστος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> το σκληρότερο από τα μέταλλα, πιθανότατα ο [[χάλυβας]]<br /><b>3.</b> [[σταθερός]], [[ακλόνητος]], στέρεος<br /><b>4.</b> [[αναπόφευκτος]], [[μοιραίος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δαμῶ</i> (= [[δαμάζω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀδαμάντινος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀδαμάντιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδαμαντίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀδαμαντόδετος]], [[ἀδαμαντοπέδιλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδαμαντοδέτης]], [[αδαμαντοειδής]], [[αδαμαντοθήρας]], [[αδαμαντοκόλλητος]], [[αδαμαντόκονις]], [[αδαμαντοκοσμώ]], [[αδαμαντοποίκιλτος]], [[αδαμαντοπώλης]], [[αδαμαντόστικτος]], [[αδαμαντοστόλιστος]], [[αδαμαντουργός]], [[αδαμαντοφόρος]], [[αδαμαντωρύχος]]].
|mltxt=(-αντος), ο<br />(Α [[ἀδάμας]])<br />[[κρυσταλλικός]] [[πολύτιμος]] [[λίθος]] με [[μεγάλη]] [[σκληρότητα]] και [[λάμψη]] ([[αλλιώς]] [[διαμάντι]], [[διαμαντόπετρα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λαμπρός]], [[καθαρός]], [[πολύτιμος]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπινους χαρακτήρες) [[λαμπρός]], [[αγνός]], [[ακέραιος]], [[ενάρετος]], [[ηθικός]], [[άκαμπτος]]<br /><b>3.</b> αυτός που ξεχωρίζει, όπως από τους λίθους το [[διαμάντι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (αρχικά στον Ησίοδο ως επίθ.<br />στον Όμηρο μόνο ως κύριο όνομα) [[αδάμαστος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> το σκληρότερο από τα μέταλλα, πιθανότατα ο [[χάλυβας]]<br /><b>3.</b> [[σταθερός]], [[ακλόνητος]], στέρεος<br /><b>4.</b> [[αναπόφευκτος]], [[μοιραίος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δαμῶ</i> (= [[δαμάζω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀδαμάντινος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀδαμάντιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδαμαντίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀδαμαντόδετος]], [[ἀδαμαντοπέδιλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδαμαντοδέτης]], [[αδαμαντοειδής]], [[αδαμαντοθήρας]], [[αδαμαντοκόλλητος]], [[αδαμαντόκονις]], [[αδαμαντοκοσμώ]], [[αδαμαντοποίκιλτος]], [[αδαμαντοπώλης]], [[αδαμαντόστικτος]], [[αδαμαντοστόλιστος]], [[αδαμαντουργός]], [[αδαμαντοφόρος]], [[αδαμαντωρύχος]]].
}}
}}