Anonymous

αγώνας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἀγών]])<br /><b>1.</b> [[σωματικός]] ή [[πνευματικός]] [[συναγωνισμός]], [[άμιλλα]]<br /><b>2.</b> [[πάλη]], [[μάχη]], [[δράση]]<br /><b>3.</b> [[δικαστικός]] [[αγώνας]], [[δίκη]] για την [[επίτευξη]] της ηθικής αποκαταστάσεως<br /><b>4.</b> [[προσπάθεια]], [[ταλαιπωρία]] για την [[επίτευξη]] σκοπού, [[κόπος]], [[μόχθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ως κύριο όνομα) <i>ο Αγώνας</i><br />η ελληνική [[επανάσταση]] του 1821<br /><b>2.</b> [[διαμάχη]], [[σύγκρουση]], [[πάλη]], για [[επιβολή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνάθροιση]], [[συνέλευση]], ιδιαίτερα για την [[παρακολούθηση]] αθλητικών αγώνων<br /><b>2.</b> [[τόπος]] για τη [[διεξαγωγή]] αγωνισμάτων ([[κονίστρα]], [[στίβος]], [[πεδίο]] μάχης)<br /><b>3.</b> κρίσιμη [[περίσταση]], [[κρίση]]<br /><b>4.</b> [[αγωνία]], [[ανησυχία]], [[φόβος]]<br /><b>5.</b> [[κατάλληλος]] [[καιρός]], ώρα για να γίνει [[κάτι]]<br /><b>6.</b> [[λόγος]] που εκφωνείται σε [[δημόσια]] [[συγκέντρωση]] ή σε δικαστήριο<br /><b>7.</b> <b>(προσωπ.)</b> <i>ὁ Ἀγών</i><br />[[θεότητα]] του αγώνα, της άμιλλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>. Αρχικά η λ. δηλώνει το [[αποτέλεσμα]] του «<i>ἄγω</i>», «[[συγκέντρωση]]», «[[συνάθροιση]]». Στον Όμηρο χρησιμοποιείται για τις συγκεντρώσεις τών θεών ή των πλοίων. Αργότερα σημαίνει τη [[συνάθροιση]] για τη [[διεξαγωγή]] αθλητικών διαγωνισμών και τελικά παίρνει την ευρύτερη [[έννοια]] του «ανταγωνισμού», της «μάχης» στα νέα Ελληνικά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγωνία]], [[αγωνίζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀγωνικός]], [[ἀγώνιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αγωνοθέτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀγωνάρχης]], [[ἀγωνοθήκη]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἀγών]])<br /><b>1.</b> [[σωματικός]] ή [[πνευματικός]] [[συναγωνισμός]], [[άμιλλα]]<br /><b>2.</b> [[πάλη]], [[μάχη]], [[δράση]]<br /><b>3.</b> [[δικαστικός]] [[αγώνας]], [[δίκη]] για την [[επίτευξη]] της ηθικής αποκαταστάσεως<br /><b>4.</b> [[προσπάθεια]], [[ταλαιπωρία]] για την [[επίτευξη]] σκοπού, [[κόπος]], [[μόχθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ως κύριο όνομα) <i>ο Αγώνας</i><br />η ελληνική [[επανάσταση]] του 1821<br /><b>2.</b> [[διαμάχη]], [[σύγκρουση]], [[πάλη]], για [[επιβολή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνάθροιση]], [[συνέλευση]], ιδιαίτερα για την [[παρακολούθηση]] αθλητικών αγώνων<br /><b>2.</b> [[τόπος]] για τη [[διεξαγωγή]] αγωνισμάτων ([[κονίστρα]], [[στίβος]], [[πεδίο]] μάχης)<br /><b>3.</b> κρίσιμη [[περίσταση]], [[κρίση]]<br /><b>4.</b> [[αγωνία]], [[ανησυχία]], [[φόβος]]<br /><b>5.</b> [[κατάλληλος]] [[καιρός]], ώρα για να γίνει [[κάτι]]<br /><b>6.</b> [[λόγος]] που εκφωνείται σε [[δημόσια]] [[συγκέντρωση]] ή σε δικαστήριο<br /><b>7.</b> <b>(προσωπ.)</b> <i>ὁ Ἀγών</i><br />[[θεότητα]] του αγώνα, της άμιλλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>. Αρχικά η λ. δηλώνει το [[αποτέλεσμα]] του «<i>ἄγω</i>», «[[συγκέντρωση]]», «[[συνάθροιση]]». Στον Όμηρο χρησιμοποιείται για τις συγκεντρώσεις τών θεών ή των πλοίων. Αργότερα σημαίνει τη [[συνάθροιση]] για τη [[διεξαγωγή]] αθλητικών διαγωνισμών και τελικά παίρνει την ευρύτερη [[έννοια]] του «ανταγωνισμού», της «μάχης» στα νέα Ελληνικά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγωνία]], [[αγωνίζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀγωνικός]], [[ἀγώνιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αγωνοθέτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀγωνάρχης]], [[ἀγωνοθήκη]].
}}
}}