3,277,172
edits
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[αἰσθάνομαι]] και [[αἴσθομαι]])<br /><b>1.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] με τις αισθήσεις μου, [[νιώθω]]<br /><b>2.</b> [[γνωρίζω]] καλά [[κάτι]], έχω [[συνείδηση]], [[συνειδητοποιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διαισθάνομαι]], [[προαισθάνομαι]], [[υποπτεύομαι]]<br /><b>2.</b> [[διατηρώ]] τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη [[συνείδηση]] του έξω κόσμου<br /><b>3.</b> συγκινούμαι, ταράζομαι, [[είμαι]] [[ευαίσθητος]] σε [[κάτι]]<br />4.. [[δοκιμάζω]] κάποιο [[συναίσθημα]], [[συναισθάνομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βλέπω]] [[ακούω]]<br /><b>2.</b> (για νοητικές διεργασίες) [[εννοώ]], [[αντιλαμβάνομαι]], [[καταλαβαίνω]]<br /><b>3.</b> υποπίπτει [[κάτι]] στην αντίληψή μου, [[γνωρίζω]], [[μαθαίνω]]<br /><b>4.</b> (μτχ. ενεστ.) <i>αἰσθανόμενος</i>, -η, -ον<br />αυτός που διατηρεί, που ελέγχει απόλυτα όλες τις νοητικές ικανότητες του<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «αἰσθάνει» έχεις δίκιο<br />«[[αἰσθάνομαι]] ὑπό τινος (ή διά τινος)», πληροφορούμαι, [[μαθαίνω]] από κάποιον (το παθ. αναπληρώνεται με την [[περίφραση]] «αἴσθησιν [[παρέχω]]»).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=(Α [[αἰσθάνομαι]] και [[αἴσθομαι]])<br /><b>1.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] με τις αισθήσεις μου, [[νιώθω]]<br /><b>2.</b> [[γνωρίζω]] καλά [[κάτι]], έχω [[συνείδηση]], [[συνειδητοποιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διαισθάνομαι]], [[προαισθάνομαι]], [[υποπτεύομαι]]<br /><b>2.</b> [[διατηρώ]] τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη [[συνείδηση]] του έξω κόσμου<br /><b>3.</b> συγκινούμαι, ταράζομαι, [[είμαι]] [[ευαίσθητος]] σε [[κάτι]]<br />4.. [[δοκιμάζω]] κάποιο [[συναίσθημα]], [[συναισθάνομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βλέπω]] [[ακούω]]<br /><b>2.</b> (για νοητικές διεργασίες) [[εννοώ]], [[αντιλαμβάνομαι]], [[καταλαβαίνω]]<br /><b>3.</b> υποπίπτει [[κάτι]] στην αντίληψή μου, [[γνωρίζω]], [[μαθαίνω]]<br /><b>4.</b> (μτχ. ενεστ.) <i>αἰσθανόμενος</i>, -η, -ον<br />αυτός που διατηρεί, που ελέγχει απόλυτα όλες τις νοητικές ικανότητες του<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «αἰσθάνει» έχεις δίκιο<br />«[[αἰσθάνομαι]] ὑπό τινος (ή διά τινος)», πληροφορούμαι, [[μαθαίνω]] από κάποιον (το παθ. αναπληρώνεται με την [[περίφραση]] «αἴσθησιν [[παρέχω]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Παρεκτεταμένος με το [[επίθημα]] -<i>αν</i>- [[τύπος]] του <i>αἴσθ</i>-<i>ομαι</i>. Και τα δύο ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>awis</i>-<i>dh</i> (<i>aFισ</i>-<i>θ</i>-) «[[αντιλαμβάνομαι]], [[εννοώ]]». Βλ. λ. <i>ἀΐω</i> Ι.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αίσθημα]], [[αίσθηση]], [[αισθητήριος]], [[αισθητής]], [[αισθητός]], <b>νεοελλ.</b> [[αισθαντικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[διαισθάνομαι]], [[συναισθάνομαι]], <b>αρχ.</b> [[ἐπαισθάνομαι]], [[καταισθάνομαι]], [[παραισθάνομαι]]. | ||
}} | }} |