3,276,989
edits
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκέομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θεραπεύω]], [[περιποιούμαι]]<br />«[[ἕλκος]] ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523)<br /><b>2.</b> [[καταπαύω]], [[σταματώ]]<br />«[[πίον]] τ' ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2)<br /><b>3.</b> [[επιδιορθώνω]], [[επισκευάζω]]<br />«νῆας [[ἀκειόμενος]]» (Όμ. ξ 383)<br /><b>4.</b> [[επανορθώνω]]<br />«[[ἀκέομαι]] [[ἀδίκημα]]» (<b>Πλάτ.</b> Πολιτ. 364c)<br /><b>5.</b> [[βρίσκω]] [[λύση]], συμβιβάζομαι<br />«ἀλλ' ἀκέσασθε φίλοι» (Όμ. κ 69).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀκέομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θεραπεύω]], [[περιποιούμαι]]<br />«[[ἕλκος]] ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523)<br /><b>2.</b> [[καταπαύω]], [[σταματώ]]<br />«[[πίον]] τ' ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2)<br /><b>3.</b> [[επιδιορθώνω]], [[επισκευάζω]]<br />«νῆας [[ἀκειόμενος]]» (Όμ. ξ 383)<br /><b>4.</b> [[επανορθώνω]]<br />«[[ἀκέομαι]] [[ἀδίκημα]]» (<b>Πλάτ.</b> Πολιτ. 364c)<br /><b>5.</b> [[βρίσκω]] [[λύση]], συμβιβάζομαι<br />«ἀλλ' ἀκέσασθε φίλοι» (Όμ. κ 69).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκος]]<br /><i>το</i> ρ. [[ἀκέομαι]] παρουσιάζει [[ποικιλία]] σημασιολογικών αποχρώσεων τόσο στην [[πεζογραφία]] όσο και στην [[ποίηση]]. Απαντά [[κυρίως]] ως [[ιατρικός]] όρος με τη [[σημασία]] «[[θεραπεύω]]» και ως [[τεχνικός]] όρος με τη [[σημασία]] «[[επανορθώνω]], [[διορθώνω]]», ενώ παράλληλα χρησιμοποιείται [[συχνά]] με μεταφορική [[σημασία]]. Η [[πολυσημία]] της λ. [[είναι]] δυνατόν να οφείλεται σε σημασιολογική [[εξέλιξη]]<br />δηλ. η [[σημασία]] «[[θεραπεύω]]» προήλθε [[πιθανώς]] με περιορισμό της ευρύτερης σημασίας «[[επανορθώνω]]», εάν η [[σημασία]] αυτή θεωρηθεί ως αρχική, ή και αντίθετα, η [[σημασία]] «[[επιδιορθώνω]], [[επανορθώνω]]» προήλθε με [[επέκταση]] της σημασίας «[[θεραπεύω]]». Όπως παρατηρεί ο Chantraine, το ρ. [[ἀκέομαι]] ως ιατρ. όρος διαφοροποιείται από το συνώνυμο του <i>ἰῶμαι</i>, αφ’ ενός [[γιατί]] δεν συνεκφέρεται [[μαζί]] με το όνομα του θεραπευτού (γιατρού), αφ’ ετέρου [[γιατί]] δεν έχει ως [[συμπλήρωμα]] όνομα προσώπου, όπως το ρ. <i>ἰῶμαι</i>, [[αλλά]] το όνομα ασθένειας, πόνου ή πληγής, που θεραπεύεται.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκεσία]], [[ἄκεσις]], [[ἄκεσμα]], [[ἀκεσμός]], [[ἀκεστήρ]], [[ἀκεστός]], [[ἀκέστρα]], [[ἀκέστωρ]], <i>ἀκή</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀκεστής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκεσίμβροτος]], [[ἀκεσώδυνος]], [[ἀνακέομαι]], <i>ἀφακέομαι</i>, [[διακέομαι]], [[ἐνακέομαι]], [[ἐξακέομαι]], [[ἐπακέομαι]], [[ἐφακέομαι]]]. | ||
}} | }} |