ακέομαι

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

ἀκέομαι (Α)
1. θεραπεύω, περιποιούμαι
«ἕλκος ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523)
2. καταπαύω, σταματώ
«πίον τ' ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2)
3. επιδιορθώνω, επισκευάζω
«νῆας ἀκειόμενος» (Όμ. ξ 383)
4. επανορθώνω
«ἀκέομαι ἀδίκημα» (Πλάτ. Πολιτ. 364c)
5. βρίσκω λύση, συμβιβάζομαι
«ἀλλ' ἀκέσασθε φίλοι» (Όμ. κ 69).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκος
το ρ. ἀκέομαι παρουσιάζει ποικιλία σημασιολογικών αποχρώσεων τόσο στην πεζογραφία όσο και στην ποίηση. Απαντά κυρίως ως ιατρικός όρος με τη σημασία «θεραπεύω» και ως τεχνικός όρος με τη σημασία «επανορθώνω, διορθώνω», ενώ παράλληλα χρησιμοποιείται συχνά με μεταφορική σημασία. Η πολυσημία της λ. είναι δυνατόν να οφείλεται σε σημασιολογική εξέλιξη
δηλ. η σημασία «θεραπεύω» προήλθε πιθανώς με περιορισμό της ευρύτερης σημασίας «επανορθώνω», εάν η σημασία αυτή θεωρηθεί ως αρχική, ή και αντίθετα, η σημασία «επιδιορθώνω, επανορθώνω» προήλθε με επέκταση της σημασίας «θεραπεύω». Όπως παρατηρεί ο Chantraine, το ρ. ἀκέομαι ως ιατρ. όρος διαφοροποιείται από το συνώνυμο του ἰῶμαι, αφ’ ενός γιατί δεν συνεκφέρεται μαζί με το όνομα του θεραπευτού (γιατρού), αφ’ ετέρου γιατί δεν έχει ως συμπλήρωμα όνομα προσώπου, όπως το ρ. ἰῶμαι, αλλά το όνομα ασθένειας, πόνου ή πληγής, που θεραπεύεται.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκεσία, ἄκεσις, ἄκεσμα, ἀκεσμός, ἀκεστήρ, ἀκεστός, ἀκέστρα, ἀκέστωρ, ἀκή
αρχ.-μσν.
ἀκεστής.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκεσίμβροτος, ἀκεσώδυνος, ἀνακέομαι, ἀφακέομαι, διακέομαι, ἐνακέομαι, ἐξακέομαι, ἐπακέομαι, ἐφακέομαι].