3,277,719
edits
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που έχει [[μεγάλη]] αγοραστική [[αξία]], που κοστίζει πολύ<br /><b>2.</b> [[πολύτιμος]], [[τιμαλφής]], [[βαρύς]]<br /><b>3.</b> αυτός που απαιτεί [[πολλά]] έξοδα, [[δαπανηρός]], [[πολυέξοδος]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) αυτός που πουλά σε υψηλή [[τιμή]]<br /><b>5.</b> αυτός που τον βλέπει [[κανείς]] σπάνια, ο [[ακριβοθώρητος]]<br /><b>6.</b> πολύ [[αγαπητός]], [[προσφιλής]], [[αγαπημένος]] (και ως ουσ.) [[σύζυγος]], [[μνηστήρας]], [[εραστής]]<br /><b>7.</b> [[φιλάργυρος]], [[τσιγγούνης]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ακριβή [[γενιά]]», ευγενική, αρχοντική [[καταγωγή]]<br /><b>9.</b> «έχει ακριβά τα [[λόγια]] του», δεν μιλάει εύκολα, μιλάει σπάνια<br /><b>10.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ακριβά</i><br />α) σε υπερβολική [[τιμή]]<br />β) με [[βαρύ]] [[τίμημα]] ή με αυστηρή [[τιμωρία]]<br />γ) με [[φειδώ]], με [[μέτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που έχει [[μεγάλη]] αγοραστική [[αξία]], που κοστίζει πολύ<br /><b>2.</b> [[πολύτιμος]], [[τιμαλφής]], [[βαρύς]]<br /><b>3.</b> αυτός που απαιτεί [[πολλά]] έξοδα, [[δαπανηρός]], [[πολυέξοδος]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) αυτός που πουλά σε υψηλή [[τιμή]]<br /><b>5.</b> αυτός που τον βλέπει [[κανείς]] σπάνια, ο [[ακριβοθώρητος]]<br /><b>6.</b> πολύ [[αγαπητός]], [[προσφιλής]], [[αγαπημένος]] (και ως ουσ.) [[σύζυγος]], [[μνηστήρας]], [[εραστής]]<br /><b>7.</b> [[φιλάργυρος]], [[τσιγγούνης]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ακριβή [[γενιά]]», ευγενική, αρχοντική [[καταγωγή]]<br /><b>9.</b> «έχει ακριβά τα [[λόγια]] του», δεν μιλάει εύκολα, μιλάει σπάνια<br /><b>10.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ακριβά</i><br />α) σε υπερβολική [[τιμή]]<br />β) με [[βαρύ]] [[τίμημα]] ή με αυστηρή [[τιμωρία]]<br />γ) με [[φειδώ]], με [[μέτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο τ. [[ακριβός]] προήλθε με μεταπλασμό του αρχ. <i>ἀκριβὴς</i> [[κατά]] τα [[πολλά]] δευτερόκλιτο επίθ. σε -<i>ος</i>. Στον μεταπλασμό σε -<i>ος</i> βοήθησαν λέξεις παρόμοιας ή αντίθετης σημασίας (όπως λ.χ. το <i>εὐθηνὸς</i>) και η σημασιολογική [[διαφοροποίηση]] της λ. που επέβαλλε τη διάκρισή της από το [[ακριβής]] (<b>βλ.</b> και [[ακρίβεια]] ΙΙ). Η σημασιολ. αυτή [[διαφοροποίηση]] συνίσταται στο ότι η σημ. της λ. από τη [[δήλωση]] του «[[οικονόμος]], [[φειδωλός]], [[λιτός]]» εξελίχθηκε στη σημ. «[[δαπανηρός]]», άρα και «[[πολύτιμος]], [[σπάνιος]]» και κατ’ [[επέκταση]] «[[προσφιλής]], [[αγαπητός]]». Από το επίθ. [[ακριβός]] και το παράγωγο [[επίρρημα]] <i>ακριβά</i> σχηματίστηκαν στην Ελληνική [[πολλά]] [[σύνθετα]] με α΄ συνθ. το <i>ακριβο</i>- <b>βλ. λ.</b>, που σημαίνουν «τον προσφιλή, τον αγαπημένο» ή έχουν [[καθαρά]] επιτατική [[σημασία]] («πολύ»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>ακριβά</i>, [[ακριβαίνω]], [[ακριβίζω]], [[ακριβούτσικος]], [[ακριβώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>βλ.</b> <i>ακριβο</i>-]. | ||
}} | }} |