ακριβός

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αγοραστική αξία, που κοστίζει πολύ
2. πολύτιμος, τιμαλφής, βαρύς
3. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, δαπανηρός, πολυέξοδος
4. (για πρόσωπα) αυτός που πουλά σε υψηλή τιμή
5. αυτός που τον βλέπει κανείς σπάνια, ο ακριβοθώρητος
6. πολύ αγαπητός, προσφιλής, αγαπημένος (και ως ουσ.) σύζυγος, μνηστήρας, εραστής
7. φιλάργυρος, τσιγγούνης
8. φρ. «ακριβή γενιά», ευγενική, αρχοντική καταγωγή
9. «έχει ακριβά τα λόγια του», δεν μιλάει εύκολα, μιλάει σπάνια
10. επίρρ. ακριβά
α) σε υπερβολική τιμή
β) με βαρύ τίμημα ή με αυστηρή τιμωρία
γ) με φειδώ, με μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. ακριβός προήλθε με μεταπλασμό του αρχ. ἀκριβὴς κατά τα πολλά δευτερόκλιτο επίθ. σε -ος. Στον μεταπλασμό σε -ος βοήθησαν λέξεις παρόμοιας ή αντίθετης σημασίας (όπως λ.χ. το εὐθηνὸς) και η σημασιολογική διαφοροποίηση της λ. που επέβαλλε τη διάκρισή της από το ακριβής (βλ. και ακρίβεια ΙΙ). Η σημασιολ. αυτή διαφοροποίηση συνίσταται στο ότι η σημ. της λ. από τη δήλωση του «οικονόμος, φειδωλός, λιτός» εξελίχθηκε στη σημ. «δαπανηρός», άρα και «πολύτιμος, σπάνιος» και κατ’ επέκταση «προσφιλής, αγαπητός». Από το επίθ. ακριβός και το παράγωγο επίρρημα ακριβά σχηματίστηκαν στην Ελληνική πολλά σύνθετα με α΄ συνθ. το ακριβο- βλ. λ., που σημαίνουν «τον προσφιλή, τον αγαπημένο» ή έχουν καθαρά επιτατική σημασία («πολύ»).
ΠΑΡ. νεοελλ. ακριβά, ακριβαίνω, ακριβίζω, ακριβούτσικος, ακριβώνω.
ΣΥΝΘ. βλ. ακριβο-].