Anonymous

ακροβατώ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α ἀκροβατῶ, -έω)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτελώ]] ακροβατικά γυμνάσματα, [[κάνω]] ακροβασίες<br /><b>2.</b> [[ασκώ]] το [[επάγγελμα]] του ακροβάτη<br /><b>3.</b> [[επιχειρώ]] επικίνδυνες ή επιδέξιες πράξεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τις στρουθοκαμήλους και μτφ. για αλαζόνες) [[περπατώ]] στις άκρες τών ποδιών, καμαρωτά, «κορδώνομαι»<br /><b>2.</b> [[ανεβαίνω]] [[ψηλά]], στα ύψη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακροβάτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακροβάτημα]], [[ακροβατισμός]]].
|mltxt=(Α ἀκροβατῶ, -έω)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτελώ]] ακροβατικά γυμνάσματα, [[κάνω]] ακροβασίες<br /><b>2.</b> [[ασκώ]] το [[επάγγελμα]] του ακροβάτη<br /><b>3.</b> [[επιχειρώ]] επικίνδυνες ή επιδέξιες πράξεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τις στρουθοκαμήλους και μτφ. για αλαζόνες) [[περπατώ]] στις άκρες τών ποδιών, καμαρωτά, «κορδώνομαι»<br /><b>2.</b> [[ανεβαίνω]] [[ψηλά]], στα ύψη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακροβάτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακροβάτημα]], [[ακροβατισμός]]].
}}
}}