ακροβατώ
From LSJ
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
Greek Monolingual
(Α ἀκροβατῶ, -έω)
νεοελλ.
1. εκτελώ ακροβατικά γυμνάσματα, κάνω ακροβασίες
2. ασκώ το επάγγελμα του ακροβάτη
3. επιχειρώ επικίνδυνες ή επιδέξιες πράξεις
αρχ.
1. (για τις στρουθοκαμήλους και μτφ. για αλαζόνες) περπατώ στις άκρες τών ποδιών, καμαρωτά, «κορδώνομαι»
2. ανεβαίνω ψηλά, στα ύψη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακροβάτης.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροβάτημα, ακροβατισμός].